Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

0979. Ευδοκία

Σκέφτηκα να ανεβάσω την προηγούμενη εγγραφή, 0978. Παύλος Σιλεντιάριος, στους λογαριασμούς μου σε Facebook και Twitter. Και μιας και ήταν πρωινή η ώρα σκέφτηκα να γράψω και μια Καλημέρα, ήταν και Δευτέρα, ας γράψω, σκέφτηκα και ένα Καλή Εβδομάδα. Μέχρι εδώ όλα καλά.

Επειδή όμως είμαι και έτσι, όπως ακριβώς, είμαι μου ήρθε στο μυαλό μια λέξη, που πολύ την αγαπώ, και την πρόσθεσα και αυτή. Ποια η λέξη; Αυτή του τίτλου της εγγραφής: Ευδοκία.

Το όλον: Καλημέρα, Καλή Εβδομάδα, Ευδοκία!

Επειδή όμως είμαι και υποψιασμένος σκέφτηκα και τους αναγνώστες μου και είπα να τους διευκολύνω, για την περίπτωση, που δεν θα τη λέξη γνώριζαν παρά σαν κύριο όνομα γυναικείο ίσως.

Κάνω, λοιπόν, αριστερό κλικ στο εικονίδιο Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, της Πύλης για την Ελληνική γλώσσα, που έχω διαθέσιμο και περιμένω να εμφανιστεί μια της λέξης εξήγηση ωραιότατη. Αμ δε! 



Η αναζήτηση δεν επέστρεψε κανένα αποτέλεσμα.

ήταν η απάντηση κι εγώ αισθάνθηκα Έλληνας και μόνος.

Τι ζήτησα ο έρημος; Την ερμηνεία μια ατόφιας Ελληνικής λέξης και μόνο. Ομολογώ ότι εκνευρίστηκα και με την Πύλη και με το λεξικό της και με την τέτοια γύμνια μας.

Για να μην, λοιπόν, μείνει η απορία αντιγράφω από τη σελίδα 273 του πέμπτου τόμου του Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας του Πάπυρου (έκδοση 2013):

ευδοκία η (ΑΜ ευδοκία) [ευδοκώ] (κυρίως για τον θεό) ευμενής διάθεση, επιδοκιμασία, εύνοια, χάρη («εν ανθρώποις ευδοκία», ΚΔ)· ||(αρχ.) 1. ευχαρίστηση· 2. Το αντικείμενο του πόθου, της επιθυμίας.

Ενώ στη σελίδα 281 του Ελληνικού Λεξικού των Τεγόπουλου – Φυτράκη (Γ΄ Έκδοση 1990), για την ίδια λέξη, αναγράφεται:

ευδοκία (η) ουσ. | μτγν. ευδοκία < ευδοκέω – ώ] αγαθή προαίρεση, εύνοια.

Ακριβώς με την έννοια της αγαθής προαίρεσης είναι που χρησιμοποίησα τη λέξη.

Και για να μην μπερδευτούμε πάλι παραθέτω την ερμηνεία της λέξης προαίρεση όπως αυτή παρατίθεται στο διαδικτυακό λεξικό της Πύλης για την Ελληνική γλώσσα, που ήδη αναφέραμε (και το οποίο στην περίπτωση της ευδοκίας απέτυχε):

προαίρεση η [proéresi] Ο33 : ενδόμυχη ψυχική (συναισθηματική και διανοητική) τάση, προδιάθεση, πρόθεση, που οδηγεί σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις προτιμήσεων και επιλογών: Ενεργώ / κάνω κτ. με αγαθή / καλή / κακή ~. Είχα όλη την καλή ~ να τον βοηθήσω. || (έκφρ.) κατά ~, με ελεύθερη βούληση, χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς, προαιρετικά. || (φιλοσ.) η γενική κατεύθυνση της σκέψης και του θυμικού του ανθρώπου, με βάση την οποία κρίνει ηθικά τις πράξεις τις δικές του και των άλλων.

[λόγ. < αρχ. προαίρε(σις) -ση `πρόθεση, θέληση΄]

Ευδοκία, λοιπόν. Ακόμα μια έννοια που έχουμε εξοστρακίσει από τη ζωή μας. Και όμως όλα θα ήταν καλύτερα και ευκολότερα αν στις σχέσεις μας υπήρχε έστω και λίγη αγαθή προαίρεση. Λίγη ανθρωπιά.

Ας το σκεφτούμε. . .

Ένα κλικ μακριά ένα απόσπασμα, accordion scene”, από την ονειρική ταινία Holy Motors, του Leos Carax, που είδα πρόσφατα. Απολαύστε το:



22/09/2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου