Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

0981. Γλυκιά Αγάπη



ΓΛΥΚΙΑ ΑΓΑΠΗ

Γλυκάθηκα, γλυκάθηκα από τ’ άλικό σου στόμα
και δε χορταίνω τα φιλιά κι όλο γυρεύω ακόμα.
Και συ θυμώνεις και μου λες: «τι θέλεις πια από μένα;
όλο φιλούν τα χείλη σου κι όλο είναι διψασμένα!»
Και μ’ αποπαίρνεις άπονα, και σκύβω το κεφάλι,
ώσπου να φύγουνε οι θυμοί, να φιληθούμε πάλι. . .



29/09/2014

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

0980. Με Μία Τρίχα (Παύλος Σιλεντιάριος)


Μετά το πρώτο επίγραμμα του Παύλου Σιλεντιάριου, που ανεβάσαμε εδώ, ήρθε η στιγμή και για το δεύτερο. Αυτό:


Ομολογώ ότι μπήκα στον πειρασμό να το μεταφράσω με όση βοήθεια μπορούσα να πάρω από διαδίκτυο, λεξικά και βιβλία.

Το συγκεκριμένο επίγραμμα το έχω μεταφρασμένο στοροζ βιβλίο, στη σελίδα 265, καθώς και στο βιβλίο Αρχαία Ελληνικά Ερωτικά Επιγράμματα με μεταφραστή τον Νίκο Μουλακάκη, στη σελίδα 199.

Μιας κι έτσι κι αλλιώς το ροζ βιβλίο είναι εκτός συναγωνισμού, για τους λόγους που εξηγήσαμε εδώ, μένει η δεύτερη μετάφραση, του Νίκου Μουλακάκη, η οποία είναι, θαρρώ, ικανοποιητική.

Θα ξεκινήσω με τη δική μου μετάφραση θυμίζοντάς σας, ακόμα μία φορά, ότι ούτε φιλόλογος είμαι ούτε τέτοιες δάφνες διεκδικώ. Πάμε!

Απ’ τα χρυσά μαλλιά της η Δωρίδα τράβηξε μια τρίχα
με την οποία έδεσε τις παλάμες μου που κρατούσαν το δόρυ.
Αλλά εγώ στην αρχή μεν εκάγχασα, πιστεύοντας ότι τα δεσμά της αγαπημένης Δωρίδας θα τίναζα με ευκολία·
Όπως δε δεν είχα τη δύναμη να τα σπάσω, βαριαναστέναζα ήδη, σαν να ήμουν σφιχτοδεμένος με χάλκινες πέδες.
Και τώρα ο τρισκακόμοιρος από μια τρίχα είμαι κρεμασμένος, όπου με σέρνει η αφέντρα πάω.

Η μεγαλύτερη δυσκολία που είχα ήταν στη μετάφραση του δορυκτήτους παλάμας και του δυσπότις ένθ’ ερύση, πυκνά μεθελκόμενος. Για το πρώτο αυθαιρέτησα μεταφράζοντας τις παλάμες (μου) που κρατούσαν το δόρυ, θέλοντας να δείξω ότι αυτός που δέθηκε με την τρίχα δεν ήταν κανένα παιδάκι μα ένας άντρας που είχε πολεμήσει.

Στο δεύτερο με δυσκόλεψε πολύ η λέξη δυσπότις, που δεν βρήκα πουθενά, μέχρι τη στιγμή που υποπτεύθηκα φαινόμενα του τύπου που περιγράφω στην εγγραφή   0972. Ρουφίνος (Μετ’ Εμποδίων)και το έψαξα.  Πραγματικά, το δυσπότις εμφανιζόταν σαν  δεσπότις στο αρχαίο κείμενο των δύο βιβλίων που ανέφερα πιο πάνω. Ήταν κάτι. Για το ερύση το πιο κοντινό που βρήκα ήταν το ρήμα ερύω μια από τις σημασίες του οποίου είναι:

Τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια της ορμής και σφοδρότητας

(κατά το Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας του Πάπυρου).

Επειδή, λοιπόν, οι έννοιες του ερύση και μεθελκόμενοςείναι κοντινές (κοιτάξτε και τις λέξεις που παραθέτω πιο κάτω) μετέφρασα την τελευταία γραμμή του επιγράμματος  όπως την μετέφρασα.

Όπως και να έχει πρόκειται, θαρρώ, για ένα εξαιρετικό ερωτικό επίγραμμα. Όταν είσαι ερωτευμένος, ακολουθείς. Οικιοθελώς υποτάσσεσαι κι ας είσαι δεμένος με μια χρυσή τρίχα και μόνο!

Παραθέτω, στη συνέχεια, τη μετάφραση του Νίκου Μουλακάκη καθώς και το αποτέλεσμα των αναζητήσεων μου στο διαδίκτυο, όσο αφορά τις λέξεις που εμφανίζονται στο επίγραμμα.

Η μετάφραση:

Από τα μαλλιά της έβγαλε η Δωρίδα μια χρυσή τρίχα
και μου ’δεσε τα χέρια μ’ αυτήν σαν να ’μουν αιχμάλωτος πολέμου.
Στην αρχή εκάγχασα, νομίζοντας πως θα ’ναι εύκολο
ν’ απαλλαγώ απ’ τα δεσμά της Δωρίδας.
Κι όμως δεν τα κατάφερα· δεν είχα τη δύναμη·
στέναζα λοιπόν σαν να ’μουν δεμένος με χάλκινες αλυσίδες.
Τώρα ο δύστυχος κρέμομαι από μια τρίχα·
και αφέντης είναι η Δωρίδα που με σέρνει εδώ κι εκεί· όπου εκείνη θέλει.

Οι λέξεις:

ρύω, Ιων. ερύω,

Α. 1. Επικ. απαρ. ερύμεναι [] παρατ. ερυον, Επικ. ρυον• μέλ. ρύω, αόρ. αʹ ερσα, Επικ. ρσα και ερυσσα• σέρνω κατά μήκος του εδάφους, έλκω, τραβώ με βία, καθελκύω καράβι στη θάλασσα ή ανελκύω στην ξηρά, σε Όμηρ. νεκρν ρ., σέρνω σώμα μακριά από, διασώζω, σε Ομήρ. Ιλ.• ή το σέρνω για βεβήλωση, στο ίδ.• λέγεται για σκυλιά σαρκοφάγα όρνεα, σέρνω και ξεσκίζω, στο ίδ.• επίσης, καταρρίπτω επάλξεις, στο ίδ. 2. χωρίς τη σημασία της βίας, φρος κκ κεφαλς ερυσσε, το έσυρε πάνω από το κεφάλι του, σε Ομήρ. Οδ. χλαίνης ρύων, κρατώντας τον από το μανδύα, σε Ομήρ. Ιλ. τόξον, σε Ηρόδ. πλίνθους ερύειν, Λατ. ducere lateres, στον ίδ. Β. Μέσ. ρύομαι, Ιων. ερύομαι, Επικ. μέλ. ρύομαι και ρύσσομαι ή ερύσσομαι• αόρ. αʹ ερσάμην, Επικ. γʹ ενικ. ερύσσατο• Επικ. παρακ. γʹ πληθ. ερύαται, απαρ. ερύσθαι, βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. ρσο, ρτο ή ερτο, γʹ πληθ. ερυντο, -ύατο• I. 1. έλκω, σύρω για τον εαυτό μου, σε Όμηρ. ρύσασθαι νας, σε Ομήρ. Ιλ. ξίφος ρύεσθαι, σύρω, τραβώ έξω το ξίφος μου, στο ίδ. ρύσσεσθαι τόξον, προετοιμάζομαι να ρίξω το βέλος μου, δηλ. το τεντώνω, σε Ομήρ. Οδ. 2. έλκω προς τον εαυτό μου, στο ίδ. II. βγάζω κάποιον από το συνωστισμό ή από άλλο κίνδυνο, ρύσασθαί τινα μάχης, σε Ομήρ. Ιλ. απ' όπου, διασώζω, απαλλάσσω, ελευθερώνω, λέγεται για αιχμαλώτους, εξαγοράζω, στο ίδ. III. 1. με αιτ. πράγμ., κρατώ μακριά, αποκρούω, απομακρύνω, στο ίδ. 2. κωλύω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, στο ίδ. 3. επιτηρώ, περιφρουρώ, νας, δμα, σε Ομήρ. Οδ. ερύαται οκαδ' όντα, με παραφυλάνε, στο ίδ. φρεσν ρύσασθαι, κρατώ ενδόμυχα, αποκρύπτω, στο ίδ. 4. φυλάττω, τηρώ, τιμώ, υπακούω, στο ίδ. Γ. Παθ., τραβιέμαι, ανέλκομαι στην ξηρά κατά μήκος, λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.• νες δ' δν ερύαται, παρατάσσονται κατά μήκος, σε Ομήρ. Οδ.

θειρα, , τρίχα, χρησιμ. από τον Όμηρο στον πληθ., είτε δηλώνοντας τη χαίτη του αλόγου είτε το λοφίο με τρίχες αλόγου της περικεφαλαίας• αργότερα στον ενικ. και πληθ., λέγεται για τα μαλλιά του κεφαλιού, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.• λέγεται για τη χαίτη ενός λιονταριού, σε Θεόκρ.

δορί-κτητος, -ον, αυτός που έχει αποκτηθεί με το δόρυ, σε Ευρ.• Ιων. θηλ. δουρικτήτη, σε Όμηρ.

δέω (Α), προστ., γʹ πληθ. δεόντων, μέλ. δήσω, αόρ. αʹ δησα, Επικ. δσα, παρακ. δέδεκα ή δέδηκα Μέσ. αόρ. αʹ δησάμην, Επικ. γʹ ενικ. δησάσκετο — Παθ. μέλ. δεθήσομαι και δεδήσομαι, αόρ. αʹ δέθην, παρακ. δέδεμαι, υπερσ. δεδέμην, Επικ. γʹ ενικ. δέδετο, Ιων. γʹ πληθ. δεδέατο• I. 1. δένω, σφίγγω, δεσμεύω, δεσμτινα δσαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. με αιτ. μόνο, φυλακίζω, βάζω σε δεσμά, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. 2. μεταφ., περιορίζω, δεσμεύω, επιβάλλω σιωπή, γλσσα δέ ο δέδεται, σε Θέογν. ψυχ δέδεται λύπ, σε Ευρ. 3. με γεν., αφήνω ή εμποδίζω κάποιον από κάτι, δησε κελεύθου, σε Ομήρ. Οδ. II. Μέσ., δένω, βάζω πάνω μου (πρβλ. ποδέω), ποσσ δ' πα δήσατο πέδιλα, τα έδεσε πάνω στα πόδια του, σε Ομήρ. Ιλ.• και στην Παθ., περ κνήμσι κνημδας δέδετο, είχε περικνημίδες δεμένες γύρω από τα πόδια του, σε Ομήρ. Οδ.

αυτάρ
ατάρ (σύνδ. επικ. αντί του τάρ) (Α)

1. (επί αντιθέσεως) αλλά, όμως, αλλά όμως
2. κατ' αντίθεση προς το μεν
3. εντούτοις, ωστόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύτε*, με τη σημασία «εξάλλου» + αρ, επικ. τ. του άρα*. Στη χρήση συμπίπτει με το ατάρ*, όπου πιθ. οφείλεται και ότι το αυτάρ χρησιμοποιείται (όπως το ατάρ) στην πρώτη θέση της προτάσεως].

καγχάζω, μεταγεν. τύπος αντί καχάζω, σε Βάβρ.

κχάζω, Δωρ. μέλ. καχαξ, γελώ δυνατά, σε Σοφ., Θεόκρ. (ηχομιμ. λέξη, πρβλ. Λατ. cachinnari).

ε-μρής, -ές (μάρη, άχρηστος τύπος αντί χείρ) I. εύκολος, πρόσφορος, πρόχειρος, βολικός, άνετος, σε Θέογν. εμ. χείρωμα, εύκολη λεία, σε Αισχύλ. εμαρές (στι), με απαρ., είναι εύκολο να, σε Πίνδ., Ευρ. ομοίως και, ν εμαρε (στι), στον ίδ. II. 1. επίρρ. -ρς, Επικ. -ρέως, ήπια, σε Θέογν. 2. εύκολα, σε Πλάτ.

στένω, μόνο σε ενεστ. και παρατ., Επικ. παρατ. στένον• 1. βαριαναστενάζω, αναστενάζω, γογγύζω, αγκομαχώ, σε Όμηρ., Τραγ.• ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ., Ευρ. 2. με γεν., γογγύζω ή θρηνώ, κλαίω για κάτι, σε Ευρ.• πέρ τινος, σε Αισχύλ. τινί ή πί τινι, σε Ευρ. με σύστ. αιτ., πένθος οκεον στένω, σε Σοφ. Μέσ., σε Αισχύλ. 3. με αιτ., θρηνώ, θρηνολογώ κάποιον ή κάτι, ολοφύρομαι, στον ίδ. κ.λπ.• στένειν τιν τς τύχης, τον συμπονώ για τη δυστυχία του, στον ίδ. ομοίως στη Μέσ., στένεσθαί τινα, σε Ευρ.

σφιγκτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σφίγγω, σφιχτοδεμένος, συσφιγμένος• το ουδ. πληθ. σφιγκτά, ως επίρρ., σε Ανθ.

λυκτοπέδη, η (Α)

συνήθως στον πληθ. α λυκτοπέδαι
δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα.

[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας
πιθανώς να συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. ruj - «θραύω», ενώ κατ’ άλλους προέρχεται από συμφυρμό τών τ. λυτος και ρρηκτος, με επίδραση τών ρ. λύσκω, λύξω].

-ποτμος, -ον, ατυχής, δυστυχής, κακόμοιρος, δύσμοιρος, σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ. συγκρ. -ότερος• υπερθ. -ότατος, σε Ομήρ. Οδ.

έρτησα, αόρ. αʹ του ερτάζω• έρτημαι, Παθ. παρακ. (Παθητική διάθεση, ρηματικός τύπος Παρακείμενος)

ερτάζω, εκτεταμ. Επικ. τύπος του είρω, σηκώνω ψηλά• παρατ. έρταζον, σε Ανθ.

μεθ-έλκω, οδηγώ, τραβώ προς την άλλη πλευρά, νίας, σε Ανθ.

Να είσαστε όλοι και όλες Καλά!

Ένα κλικ μακριά o Βαγγέλης Γερμανός τραγουδά Σκλάβος Σου Για Πάντα:


 27/09/2014