Παρασκευή 28 Απριλίου 2006

Επί της Χαλκοκονδύλη [08:40] [ΝΚ]

Είναι, τελικά, ένα μικρό κατόρθωμα το να σε πείσει ο άλλος ότι πάει, τελείωσε, αυτό ήτανε. Και μάλιστα να σε πείσει με συνέπεια και συνέχεια. Τόσο που να αναρωτιέσαι για το πόσο έξω έπεσες, πόσο λανθασμένες ήτανε οι εκτιμήσεις σου. Τόσο που να τον συναντήσεις, τυχαία και επί της οδού, και να μην κοντοσταθείς, να μην μιλήσεις, να μην, έστω, καλημερίσεις. Και το χειρότερο να μην αισθανθείς αυτό το γλυκό στο στομάχι ανακάτεμα. Αστραπιαία να σταθμίσεις. Να προσπεράσεις. Ίσως μια βιτρίνα να προσφέρει την ιδανική δικαιολογία για να στρέψεις τα νώτα. Να, με την σειρά σου, αρνηθείς. Ίσως να με είδε. Ίσως όχι. Παιχνίδια για μεγάλα παιδιά. Η ουσία είναι ότι δεν μιλήσαμε. Κι αν μιλούσαμε, τι θα λέγαμε; Και πώς; Όλα πια είναι αφημένα στο πάει τους. Έχει ισορροπήσει το σύστημα. Έφυγαν τα κόκκινα και τα ροζ. Έφυγαν τα μαύρα και τα άσπρα. Έμεινε ένα αδιάφορο γκρι να σκεπάζει, Κύριος οίδε, ποια πάθη και ποιες έκνομες σκέψεις. Ακόμα μια γκρι κουβερτούλα τύλιξε μια σχέση. Και δεν είναι η μόνη στη ζωή μου. Ίσως να το προκαλώ αλλά πάντοτε ήθελα άλλες εξελίξεις και άλλες καταλήξεις στις γκρι μου σχέσεις. Το σφάλμα μου ίσως να βρίσκεται στην προθυμία με την οποία παραχωρούσα το 50%. Ήθελα οι σχέσεις μου να εξελίσσονται σε καθεστώς ισοτιμίας και ισηγορίας. Δεν ήθελα, και δεν θέλω, να είμαι μεγαλομέτοχος σε καμιά σχέση. Θεωρώ, λοιπόν, ότι πολλοί δυσκολεύτηκαν να διαχειριστούν το 50% τους. Μερικοί, αποδείχτηκε, δεν γνώριζαν καν ότι το κατέχουν. Από την άλλη όμως το να έχεις μια ανθισμένη [ζώσα] μνήμη μοιάζει να δημιουργεί [σε εσένα αυτόν] ένα σωρό προβλήματα και προβληματισμούς. Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. . .

Υ.Γ. Για να . . . μείνει και κάτι χρήσιμο από την ανάγνωση της παρούσας εγγραφής:

Χαλκοκονδύλης Δημήτριος [1423-1511]: Από τους κυριότερους συντελεστές της αναγεννήσεως των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία. Γόνος αρχοντικής αθηναϊκής οικογένειας, δίδαξε την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στην Πάδοβα, στη Φλωρεντία και αργότερα στο Μιλάνο. Υμνήθηκε από τους συγχρόνους του, ακόμα και από τον ίδιο τον Πολιτιανό, για το εύρος της διδακτικής του ικανότητας. Στη Φλωρεντία και στο Μιλάνο κυκλοφόρησε δύο από τα πιο σημαντικά αρχέτυπα ελληνικά βιβλία: την πρώτη έκδοση του Ομήρου (1488/1489) και το σπουδαίο Λεξικό του Σουίδα (Σούδα), το 1499.


28/04/2006

Τετάρτη 26 Απριλίου 2006

Περί Ποιήσεως [ΝΚ]


Τι, τέλος πάντων, είναι η ποίηση; Μην είναι λεξούλες στη σειρά; Μην είναι στρυφνεπίστρυφνα νοήματα και όποιον πάρει ο χάρος; Μην είναι ωραίες “εικόνες” και, ομοίως, όποιον πάρει ο χάρος; Μην είναι ένα άδειασμα του μυαλού; Μια έξαρση του νου; Μια λεξηλαγνεία σε φούντωση; Ένα “μου ΄ρθε και το γράφω”, ίσως; Ένα γιατί ο Σεφέρης και όχι εγώ; Ένα “φτου μου!” του/της απίθανου/απίθανης τι ωραία που τα γράφω!; Τι είναι τέλος πάντων; Και έχουμε το δικαίωμα “εμείς” οι ποιητές να παιδεύουμε [καμιά σχέση με την αρχική έννοια] τον κόσμο; Πόσο το βασανίζουμε το πόνημά μας; Πόσο ελέγχουμε τα γραφόμενα μας; Ερχόμαστε στην θέση του δύσμοιρου αναγνώστη; Όχι του ομοίου μας αλλά του καλοπροαίρετου, επαρκή [κατά Σεφέρη], αναγνώστη; Πάντοτε είχα “πρόβλημα” με την “ποίηση” των συγχρόνων μου. Δυσκολεύομαι αφάνταστα να παρακολουθήσω τον ειρμό των πονημάτων τους. Πέντε στους τέσσερεις Έλληνες γράφουν ποιήματα. Η συντριπτική πλειονότητα των πονημάτων είναι, επιεικώς, μπούρδες. Οι περισσότεροι το αγνοούν. Βρίσκονται και πέντε-έξη όμοιοί τους να αρθρώσουν ένα “Τι μέγκλα ποιητής είσαι εσύ παιδί μου!” και πάει! Καλάμι και φύγαμε! Δέκα ή τριάντα λέξεις η μία δίπλα στην άλλη δεν φτιάχνουν ένα ποίημα. Χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα. Τα περισσότερα τέτοια “ποιήματα”, λοιπόν, δεν είναι τίποτα άλλο παρά λεξούλες η μία δίπλα στην άλλη. Θολές, συγκεχυμένες εικόνες που δεν αντέχουν στην παραμικρή και απλούστερη νοηματική ανάλυση. Και δεν μιλάω για λογική νοηματική/εννοιολογική ανάλυση και μόνο αλλά για ανάλυση του όλου. Ακριβώς για το “Τι θέλει να πει ο ποιητής;”. Φοβούμαι ότι, τις περισσότερες φορές, και να θέλει δεν μπορεί να πει τίποτα. Βλέπετε άλλο ψελλίζω άλλο μιλώ. Επίσης άλλο γράφω για τον εαυτό μου άλλο γράφω για να τα διαβάσουν και άλλοι. Δεν θέλω, με όλα αυτά, να πω ότι δεν πρέπει να γράφουμε. Ίσα – ίσα. Χρειάζονται χίλιοι, πέντε χιλιάδες “ερασιτέχνες ” για να αναδυθεί ένας Σεφέρης, ή ένας Ελύτης. Και τους χρειαζόμαστε τους ποιητές. Είναι το φως του κόσμου. Η παρηγοριά της ψυχής μας. Η προσωποποίηση των ερώτων μας. Απλά να έχουμε επίγνωση του που βρισκόμαστε και που πατάμε. Να βασανίζουμε περισσότερο τη γραφή μας. Να μην βιαζόμαστε να “γεννήσουμε ” τα ποιήματά μας. Και να μελετάμε, να εξασκούμαστε, να ζούμε, να αφουγκραζόμαστε τη ζωή μας και τις ζωές των άλλων. Αφτά [του “αυτά ” γραφή αγαπημένη μου] τα ολίγα και αρκετά και επειδή, ίσως [που το εύχομαι], κάποιους τους έβαλα σε σκέψεις δεύτερες ας εκτεθώ, μια ακόμη φορά, με την “Πρώτη Γραφή“ που, αριστερά, παραθέτω. Σας καλημερίζω . . .

26/04/2006

Σάββατο 22 Απριλίου 2006

Ένα Νόημα και μια Λέξη [ΝΚ]

Μια φορά ένα νόημα κρύφτηκε σε μια συντροφιά από λέξεις. Για την ακρίβεια κρύφτηκε πίσω από μία λέξη. Μετά από καιρό η συντροφιά διαλύθηκε. Το νόημα, όμως, συνέχισε να κρύβεται πίσω από τη λέξη. Έτσι, η συγκεκριμένη λέξη κρύβει το συγκεκριμένο νόημα. Ένα νόημα που, δίχως την παλιά συντροφιά, είναι πολύ δύσκολο πλέον κάποιος να βρει.

20/04/2006

Τετάρτη 19 Απριλίου 2006

Ονειρεύομαι . . . [ΝΚ]


Ονειρεύομαι μια θρησκεία δίχως Θεούς. Δίχως εκπροσώπους και αξιωματούχους. Δίχως, επί της γης, αντιπροσώπους. Μια θρησκεία γλυκιά, ανθρώπινη, σκέτη. Μια θρησκεία λογική και ευαίσθητη. Θεμελιωμένη στην θετική του ανθρώπου φύση. Απαλλαγμένη από υποσχέσεις, παραδείσους, ουρί και ρύζια. Δίχως αμαρτωλά βρέφη και προπατορικά αμαρτήματα. Δίχως ιερά εξέταση και ιερούς πολέμους. Μια θρησκεία της πράξης και της αγάπης. Μια θρησκεία που να εμπιστεύεται τον άνθρωπο. Μια θρησκεία κατανόησης, ευδοκίας, συναίνεσης και αποδοχής. Μια θρησκεία αξιοπρεπή, φωτεινή, χαρούμενη. Δίχως ανόητους περιορισμούς και χρυσοστόλιστους δεσποτάδες. Μια θρησκεία με εφαρμοσμένη κοινωνική ευαισθησία. Μια θρησκεία δίχως αποκλεισμούς, δίχως άπιστους και δίχως παραβάτες. Μια θρησκεία που να μην θυσιάζει το παρόν προς χάριν ενός αβέβαιου μέλλοντος. Μια θρησκεία της καρδιάς και του νου. Μια θρησκεία του ανθρώπου και της γης. Μια θρησκεία του εδώ και του τώρα. Ονειρεύομαι . . .
 
19/04/2006 Μεγάλη Τετάρτη

Δευτέρα 17 Απριλίου 2006

Ακόμα Μία [ΝΚ]

Είναι τέλη Μαρτίου, αρχές Απριλίου του 1977. Το Πάσχα έρχεται. Διατηρώ σχέσεις με την Κ. η οποία, ως συνήθως, φεύγει με τους γονείς της για διακοπές στο Παρίσι όπου ο αδελφός της κάνει μεταπτυχιακές σπουδές. Είναι η πρώτη φορά που ”χωρίζουμε” και είναι η πρώτη επιστολή, αυτού του είδους, που γράφω. Τριάντα, σχεδόν, χρόνια μετά, ημέρες Πάσχα και πάλι, την παραθέτω:

310377, Πέμπτη                                               Τ. 47

Μικρή μου φίλη Κ.

Στ’ αληθινά θα σε πείραζε να πάρεις ένα γράμμα σε συνέχειες; Η πανάρχαια ιστορία που τόσες φορές σου μίλησα ότι επαληθεύουμε είναι γεμάτη αναχωρήσεις και αφίξεις άλλοτε του ενός και άλλοτε του άλλου. Όχι κατ’ ανάγκη τέτοιες που να υπεισέρχεται η μετακίνηση ενός σώματος. Είναι έξω από τις προθέσεις μου να γίνω δυσνόητος, όμως όμοια είναι έξω από τις προθέσεις μου να στρεβλώσω τον ήχο μου. Για τούτο, σε παρακαλώ, δώσε μια προσοχή σ’ ότι θα διαβάσεις θαρρώ τ’ αξίζει.

Προτιμάω να σκέφτομαι το χρόνο που δε μπορούμε να συνυπάρξουμε στο χώρο απλά σαν ένα μήκος τόξου πάνω στην τροχιά της γης. Με βοηθά. Έχουμε να κάνουμε με όνειρα που πραγματοποιούνται, με νοοτροπίες που επαληθεύονται και με μύθους που θεμελιώνονται κι ο καλύτερος δρόμος που έχει κανείς ν’ ακολουθήσει, τουλάχιστον προς το παρόν, είναι αυτός της αποδοχής. Έτσι και τώρα και ίσως για το κοινό πάντα. Ανάγκη ακόμα μια φορά να σου πω ότι:
- Ο κίνδυνος είναι ότι δεν υπάρχει κίνδυνος.
Κι ακόμα:
- Ο χειρότερος τρόπος να λύσεις ένα πρόβλημα είναι να το καταργήσεις.
Απεχθάνομαι να καταργώ προβλήματα όπως απεχθάνομαι να τα προσεγγίζω με τη λύση στο χέρι. Μιλάω για τον εκάστοτε Κ., για τον εκάστοτε Α. και για όλους τους εκάστοτε εκάστοτε. Υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν. Όμοια όπως εγώ σαν ένας διαφορετικός εκάστοτε. Και το να αρχίσει κανείς μια συνεχή διαμάχη με τον Α. και τον Κ. υπόσχεται μονάχα λαβύρινθους, παραλογισμούς, αποτελμάτωση και χάσιμο του οπτικού ορίζοντα. Και το χειρότερο; Εξασφαλισμένη δηλητηρίαση της χαράς πάνω στη γέννησή της. Στοχάσου μονάχα τον καιρό που προμετωπίδα σου ήταν η περίφημη “Τραυματική Εμπειρία” και θα καταλάβεις.

... Κι αν έδωσα τώρα το χέρι
Δεν είναι γιατί αγάπησα ...

Κι άλλα τέτοια πολλά.

Έξω λοιπόν, από μένα, η πρόθεση, σ’ αυτό το στάδιο της διαμάχης, και καλό να το γνωρίζουμε και οι δυο. Αυτό δε φανερώνει μια υπερβολική αισιοδοξία μα μια παραδοχή αδυναμίας επηρεασμού μιας σειράς γεγονότων που ξεκινά από τη γνώση. Αν θέλεις μια θυσία ενός κομματιού του μέλλοντος προς χάρη ενός κομματιού του παρόντος. Εξ’ άλλου υπάρχει πάντα ο κίνδυνος σ’ αυτές τις διαμάχες ν’ αναμείξουμε, μερικές φορές ασυνείδητα, τους γονιούς μας και τους γονιούς των γονιών μας. Κι ακόμα ένα σωρό πράγματα ουσιαστικά έξω από μας.

Κ. υποψιάζομαι το τόξο των χειλιών σου σα θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Σε παρακαλώ να πιστέψεις ότι αυτά είναι πράγματα όντα που διαρκώς έρχονται σαν το κύμα προς την ακτή τη δική σου ή τη δική μου. Ας τ’ αφήνουμε να σπάζει στην ακτή όσο μπορούμε να είμαστε συσπειρωμένοι. Αυτή η γραφή συζητήθηκε πολύ και ίσως τη φαντάστηκες αλλιώς. Αλλά αν η πίκρα η συνδεμένη με τον έρωτα είναι ένας μύθος, μιας και το πρώτο καταργεί το δεύτερο, είναι όμοια μύθος μια σχέση που θέλει διαρκώς να ευτυχεί και να κολακεύεται. Σύμφωνοι:

- Πάντα πλήρη Θεών.

Μα όχι πάντοτε.

010477, Παρασκευή

Πια η άνοιξη μπήκε για τα καλά και στον αέρα μπορεί κανείς να υποψιαστεί το μεγάλο σώμα του Χριστού που σε λίγο θα νεκρωθεί για ν’ αναστηθεί. Απέχω πολύ από το να είμαι Χριστιανός σύμφωνα με τους, αν υπάρχουν, εκκλησιαστικούς ορισμούς. Όμως είμαι κοντά στο Χριστιανισμό στο μέτρο που η ανθρώπινη φύση μου τον συμμερίζεται και τον αποζητά. Χριστιανός στο μέτρο που η ψυχή μου έχει αυτές τις παλιές συνιστώσες που κατόρθωσαν στην παιδική μας ηλικία να μας δώσουν στιγμές ευτυχίας. Μονάχα που τώρα αυτές οι στιγμές ευτυχίας, ή καλύτερα ευδαιμονίας, εντονότερα συνειδητές βιώνονται μέσα στη μοναξιά μας μακριά από το πλήθος των περιβόλων των εκκλησιών.

Κάτι στην ατμόσφαιρα άμεσα συνδεμένο μ’ αυτές τις συνιστώσες, τις ίσως βαλμένες από την τάξη των πραγμάτων, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά σε ειδοποιεί για το γεγονός της ανάστασης. Χθες νυχτερινός περίπατος στους έρημους δρόμους της Τ. και βαθιές ανάσες σ’ αυτή την ατμόσφαιρα. Η άνοιξη στον ερχομό της έχει μια απροσδιόριστη συγκεκριμένη σκληρότητα ίσως γιατί το ξεχείλισμα της καρδιάς και της ψυχής μας δυναστεύεται από το πεπερασμένο της σωματικής μας υπόστασης. Η άνοιξη είναι κοντά στην ανάσταση επειδή είναι κοντά στην ψυχολογία του θάνατου. Στο νου:

April is the cruelest month, breeding
Lilacs out of the dead land, mixing
Memory and desire, stirring
Dull roots with spring rain

(T.S. Eliot, The Waste Land, The Burial of the Dead)
 
Μιλήσαμε και για την άνοιξη. Δέκα και μισή πρωί της Παρασκευής και συ να ταξιδεύεις πάνω στην καμπούρα της γης σε κάποιο τρένο με τη μητέρα σου και κάποιους ανθρώπους. Πες μου τι κάνεις τα χέρια και τα μάτια σου; Τι βλέπεις απ’ ότι κοιτάς; Κι ο νους σου πού; Σωρός τα πράγματα που δε γνωρίζω να τα μετρήσω και τ’ άλλα που τα μέτρησα και τρόμαξα.

... Πού μ’ αφήνεις, πού πας, και ποιος μ’ ακούς 
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς ...

Απόγευμα 5 και 25 ένας ουρανός τέλεια γκρίζος και μια ατμόσφαιρα που οδηγεί εύκολα στην ακινησία και στη χαύνωση. Ήμουν στον κήπο όταν ένιωσα την πίκρα να μ’ έχει πιάσει απ’ το λαιμό και να προσπαθεί να με ρίξει κάτω. Έτρεξα σαν κυνηγημένος στο υπόγειο να σου γράψω τις γραμμές που διαβάζεις. Κ. μικρούλα μου πώς θα γίνει με σένα και μένα;
Ποιος βρίσκεται πίσω από μας και ποιος προστάζει; Πώς θα τελειώσει; Θεέ μου πώς θα τελειώσει; Υπερνικώ τους δισταγμούς και γράφω τα επίθετα που θέλω και τις λέξεις που θέλω.
Η απουσία σου μου κοστίζει και δε βρίσκω τους λόγους που θα ΄πρεπε να κρυφτώ και να μη στο δηλώσω. Ευλογημένη η μέρα της επιστροφής σου και σκοτεινές όλες οι στιγμές των αναχωρήσεων. Δικών σου και δικών μου.

020477, Σάββατο

Όπου ο Νάσος Γήινος περιγράφει ένα βράδυ. Χθες με το Μάνο. Γύρω στις οκτώ στο Ζάππειο. Κατόπιν σ’ του “Απότσου” στην αρχή της Πανεπιστημίου και ούζα. Περιβάλλον μπορώ να πω συμπαθητικό. Πλήθος κόσμου. Νεαρά ζευγάρια. Μεγάλες συντροφιές. Συντροφιές μόνο γυναικών. Η αστική τάξη πάει στον παράδεισο.
- Έτσι θα ζήσουμε;
Ρώτησα το Μάνο. Και ούζο Πλωμαρίου.

Εγώ εκεί και συ να ταξιδεύεις κάπου μέσα στη Γιουγκοσλαβία. Το τρένο ένας όγκος σκοτεινός. Φύγαμε. Είχα έλθει στο κέφι. Μια γουλιά ακόμα και θα είχα μεθύσει. Στην άρθρωσή μου διακρινόταν κιόλας ο τρόπος του μεθυσμένου. Το διασκέδαζα και το χαιρόμουν. Θα συνεχίζαμε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Προσμέναμε το 7 και δεν έρχονταν. Αποφασίσαμε να κάνουμε χρήση των ποδιών μας. Βαδίζαμε. Η γνώριμη ατμόσφαιρα της νύχτας στην Αθήνα. Ακόμα “ο αδιάφορος πληθυσμός” , που θα έλεγε ο Σεφέρης. Στο δρόμο μουρμουρίζαμε τραγούδια. Ακόμα και Dassin (“Όταν πια δε θα υπάρχεις...” ). Και συ να ταξιδεύεις με δίπλα σου τον Κ. Β. Σε μια στιγμή ακούστηκα να λέω:
- Κάϊμον πατώνεις!
(Βλέπε ΚΥΡ) Κίμων, Kimon, Κάϊμον (Ζητώ συμπάθεια μικρή μου φίλη).

Φτάσαμε. Τα τραπεζάκια βγαλμένα στο πεζοδρόμιο. Μια ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε η ζέστη. Και πάλι οι συντροφιές και τ’ αυτοκίνητα περνώντας και φεύγοντας. Στο δρόμο είχα χάσει όλη μου τη ζάλη. Με στεναχώρησε η νηφαλιότητά μου. Δε μου ήταν απαραίτητη. Και τέλος είμαι 23 χρονώ άντρας πότε δηλαδή θα περιμένω να μεθύσω; Το ένα διπλό που ακολούθησε στάθηκε ανίκανο ακόμα και να με μεθύσει κατά φαντασία. Ατυχία κι αυτή, ε; Πήραμε από μία “Σεράνο” και κινήσαμε να γυρίσουμε. Είχαμε πιει από 6 ούζα έκαστος. Με τρόπους τέτοιους οι φιλίες δένουν. Γυρισμός από κάτι δρόμους στενούς και άγνωστους. Σ’ έναν απ’ αυτούς χτυπήσαμε στη σειρά τα κουδούνια μιας πολυκατοικίας και τρέξαμε. Τραγουδούσαμε. (Όταν πια εσύ δε θα υπάρχεις...). Φτάσαμε στο Κολωνάκι τραγουδώντας, πίστεψέ το, δυνατά Ρωμιοσύνη. Κι αν τα δέντρα αυτά δε βολεύονται μήτε οι καρδιές μας βολεύονται.
Σκίσαμε βαδίζοντας την πλατεία. Σου το γράφω οι τροχιές μας τμήθηκαν. Κατηφορίσαμε την Ηρώδου του Αττικού. Πήραμε το 172 των 11 και 30. Και συ να ταξιδεύεις. Σε σκέφτηκα με το μάγουλο ακουμπισμένο σε κάποιο τζάμι να κοιτάς το τοπίο. Όλα τη δικαιοσύνη τους κι εμείς τη δική μας.

Σήμερα το πρωί Πολυτεχνείο και μια συνέλευση που δεν έγινε. Επιστρέφοντας με το 86 η Λ. Τα είπαμε. Της είπα και τα χρόνια πολλά που εσύ αρνήθηκες να της πεις. Η μέρα συννεφιασμένη καθαρά φθινοπωρινή και να σιγοβρέχει. Ας είναι.

030477, Κυριακή

Τώρα πια θα είσαι στο Παρίσι. Με αρκετή σωματική κόπωση και πολύ περισσότερη χαρά θα έφτασες. Τι άλλο από το να ευχηθώ πολύ και καλή διασκέδαση και αληθινή ξεκούραση για να γυρίσεις και να προσπαθήσεις ξανά την προηγούμενη ζωή σου με νέο κέφι. Κ. smile και ευτύχει.

Κάπου εδώ θα πρέπει και εγώ να σταματήσω και να πιάσω να σκέφτομαι το ταξίδι αυτών των χαρτιών μέχρι να τα κρατήσεις στα χέρια σου. Δεν είναι η γραφή που θα ήθελα να σου απευθύνω μα είναι μια καλούτσικη προσέγγιση. Πολλά τα πράγματα που δε σου έγραψα επειδή η διάθεση των στιγμών με πρόδωσε. Δεν έχει σημασία.
 
There will be time for you and time
for me

που λέει και ο Eliot.

Μικρή μου φίλη δώσε χαιρετισμούς όπου νομίζεις ότι πρέπει και προσπάθησε να χαρείς τις διακοπές σου.

Δικός σου

Σάββατο 15 Απριλίου 2006

Μια Σκέψη [ΝΚ]

Είναι μια σκέψη που έκανα εδώ και καιρό και η οποία, κατά καιρούς, επανέρχεται. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως δε μπορεί θα υπάρχει κάποιο σύστημα αξόνων, κάποιο σύστημα αξιών αν θέλετε, με βάση το οποίο όλα τα ανθρώπινα πλάσματα θα είναι ισοδύναμα. Μοιάζει παρατραβηγμένο και πρακτικά ακατόρθωτο αλλά δεν παύει να είναι μια σκέψη που παρηγορεί. Για τις μεγάλες ανισότητες, για τις προφανείς κοινωνικές αδικίες, για τις “αδικημένες” ηπείρους, για όλα τα θεόστραβα που μας ανακατεύουν το στομάχι. Μακάρι να υπάρχει, μακάρι να λειτουργεί. . .

15/04/2006

Πέμπτη 13 Απριλίου 2006

Τίποτα [ΝΚ]


ΤΙΠΟΤΑ

Τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Μονάχα ο καπνός
Που μπαίνει
Στα μάτια μας
Και δακρύζουμε
Τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Μονάχα το τηλέφωνο
Που δεν χτυπά
Και μας σπάζει
Τα νεύρα
Τίποτα
Μονάχα η νύχτα
Ζεστή κι ασυντρόφιαστη
Τίποτα Τίποτα Τίποτα
Η ζωή μας λιγοστεύει

                                   16.07.80

Τρίτη 11 Απριλίου 2006

Αείποτε [ΝΚ]


Μια. Δυο. Δεκαπέντε. Εκατό, ίσως; Πάντοτε λίγες. Ακριβές. Μετρημένες. Η μια για την άλλη απαραίτητη. Συνταιριαγμένες. Για να εγκλείσουν. Να αποκλείσουν. Να σημάνουν. Να περιγράψουν. Να προσκαλέσουν. Να δείξουν. Να πούνε. Αγαπημένες που ταξιδέψανε. Κάποτε σε διπλανά τετράγωνα. Από ωκεανούς επάνω κάποτε. Στο αέρα άλλοτε. Πολλές φορές από σύρματα μέσα. Ταξιδέψανε. Φθάσανε. Λίγο και από λίγους. Αγαπηθήκανε. Ξεχαστήκανε. Σε κίτρινα χαρτιά. Σε σβησμένες οθόνες. Σε bits και bytes. Κάτω από άλλες. Δίπλα σε άλλες. Πλέον ανήμπορες. Καρβουνάκια σβησμένα. Μεταφέρανε το μήνυμα. Τελειώσανε. Πάνε. Μόνο εγώ τις θυμάμαι. Τις αναλογίζομαι. Τις πονάω. Ακόμα και για πάντα. Αγαπημένες κόρες που έπεμψα οι λέξεις που έγραψα.

11/04/2006

Κυριακή 9 Απριλίου 2006

Πειρασμός [ΝΚ]

Ιστορία μυστήρια το διαδίκτυο. Ακόμα πιο μυστήρια ιστορία τα “Ηλεκτρονικά Ημερολόγια” (Blogs, βαρβαριστί). Πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά με τη δυνατότητα να δημοσιοποιήσουν σκέψεις, απόψεις, κείμενά τους. Και το έπραξαν. Και δημιουργήθηκε ένα μικρό χάος. Μια διαλέγετε – και – παίρνετε κατάσταση.

Μπορείς να βρεις των ειδών τα είδη όλα. Και σοβαρούς και φευγάτους και ανόητους και σοβαρούς και σοβαρότατους και επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Φιλότεχνους, φιλόζωους, εαυτούληδες, “ποιητές”, ποιητές, λογοτέχνες, “λογοτέχνες”, γλωσσοπλάστες, γλωσσαμύντορες, πυροβολημένους, στερημένους, άνετους, στριμωγμένους, βλάκες, έξυπνους και κολλημένους. Το άσπρο τονίζει το μαύρο και το μαύρο το άσπρο. Ο καθένας το λιθαράκι του και μερικοί τις κοτρόνες τους.

Μια καλή ευκαιρία για σύγκριση. Μια καλή ευκαιρία για ευγενή άμιλλα, αν θέλετε. Ευκαιρία να μετρήσει κανείς τις δυνάμεις και τις δυνατότητες του. Να δει τι υπάρχει στον κόσμο. Είναι εύκολο να νομίζεις τον εαυτό σου “κάποιον” και “κάτι”. Το πιθανότερο, με λίγο ψάξιμο, να διαπιστώσεις ότι είσαι “κάποιος” ή “κάτι” λιγότερο ή και λιγότερο πολύ. Δεν θέλω να πω ότι η “σύγκριση” είναι αυτοσκοπός. Μα συμβαίνει.

Ξαφνίστηκα, λοιπόν, όταν διαπίστωσα ότι αισθανόμουν άβολα μπροστά σε καλοδουλεμένες, άρτιες, καλογραμμένες εγγραφές. Η λογική μου αναγνώριζε το καλύτερο και ανώτερο. Θαύμαζα. Υποκλινόμουνα. Μα μέσα μου, όμως, κάτι με τσίμπαγε, κάτι με ενοχλούσε. Ήθελα να γίνω έτσι, να γράψω έτσι. Μάταιος κόπος. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά. Είναι καλύτερο να βαδίζεις το δρόμο σου. Να ακολουθήσεις την κλήση σου. Να γράψεις γι’ αυτά που σε πονάνε. Γι’ αυτά που ανάλωσες σκέψη και ψυχή. Ή και για να το πάμε όσο, ίσως, μακριά πάει να προσπαθήσουμε το:

- Τήρησον ουν σεαυτόν απλούν, αγαθόν, ακέραιον, σεμνόν, άκομψον, του δικαίου φίλον, θεοσεβή, ευμενή, φιλόστοργον, ερρωμένον προς τα πρέποντα έργα.

(“Τα εις Εαυτόν” - Μάρκος Αυρήλιος).

Να κρατηθούμε, λοιπόν, στην τροχιά μας. Του εαυτού μας εντός. Πιστοί στις αγάπες και τις σκέψεις μας. Επακριβώς “ερρωμένοι προς τα πρέποντα έργα” [μας]. Ελεύθεροι μέσα στα περιορισμένα ενδιαφέροντα μας προσπαθώντας για το καλύτερο. Με συνέπεια και συνέχεια. Αναζητώντας τους ομοίους μας. Ελκύοντας και ελκυόμενοι από τους διαφορετικούς. Για την χαρά να κοινοποιείς, να μοιράζεσαι, να επικοινωνείς. Να χαίρεσαι και να πικραίνεσαι. Να συντονίζεσαι και να αποσυντονίζεσαι. Να λαμβάνεις μηνύματα, να στέλνεις μηνύματα. Να σου λένε και να λες. Να εντάξεις την διαδικασία στην καθημερινότητά σου. Για όσο κρατήσει. Για όσους κρατήσει. Συνειδητά, εντίμως. Αναζητώντας το καλύτερο. Αναγνωρίζοντας το καλύτερο. Ήρεμα και απλά.

09/04/2006

Υ.Γ. Σχετική με το υπόψη θέμα είναι και η εγγραφή “Ανήκειν [ΝΚ]” της 15/02/2006

Τρίτη 4 Απριλίου 2006

Χωρισμός [ΝΚ]

Νεράκι περνάει ο χρόνος και στο διάβα του λίγα πράγματα μένουν όρθια. Λίγα πράγματα δεν αλλάζουν. Επιστολές που έφυγαν από τα χέρια μας σε εποχές που η επιστολογραφία είχε ένα νόημα και ένα σκοπό. Δε γνωρίζω τι είναι καλύτερο. Μια χειρόγραφη, στατική, επιστολή ή ένα άμεσο προχειρογραμμένο e-mail; Το καθένα με τη χάρη, το σκοπό και τον στόχο του θα μου πείτε. Ζούμε “γρήγορα”, σκεφτόμαστε γρήγορα, γράφουμε γρήγορα. Αξίζουν τα γραπτά μας μια δεύτερη ανάγνωση ή έχουν καταντήσει [“βιομηχανικά” κι’ αυτά] προϊόντα μιας χρήσης; Ίσως είναι ότι μεγάλωσα πια μα νοσταλγώ τις εποχές που τα λόγια έβγαιναν πιο δύσκολα και ήταν βασανισμένα μέσα στη σκέψη και την ψυχή μας. Το να απευθύνεις μια επιστολή ήταν μια σοβαρή υπόθεση. Ευτύχησα να ανταλλάξω αρκετές επιστολές και, ειλικρινά, τόσα χρόνια μετά χαίρομαι που τις έχω στην κατοχή μου. Τόσα χρόνια μετά και ακόμα αντλώ ευχαρίστηση. Ακόμα ανακαλύπτω αποχρώσεις. Ακόμα παρατηρώ γραφικούς χαρακτήρες, λαθάκια, προσπάθειες και αγωνίες. Ήταν, λοιπόν, μια εποχή που δεν άνοιγες τον Η/Υ μα το γραμματοκιβώτιο σου. Μια εποχή που, ναι, περίμενες τον ταχυδρόμο. Γνώριζες το όνομα και το δρομολόγιο του. Από μια τέτοια εποχή, λοιπόν, και η επιστολή που ακολουθεί:

Το στομάχι μου. Σφίγγεται σφίγγεται σφίγγεται. Μοιάζει να προσπαθεί να συγκεντρωθεί όλο σ’ ένα σημείο. Αύριο θα πετάξω ψηλά και θα φύγω. Θα μείνουν όλα πίσω μου. Το ξέρω Night is the enemy. Και για σένα. Θα μετανιώσεις. Δε μπορεί παρά να μετανιώσεις. Και οι νύχτες θα έχουν φύγει. Θα τις έχουμε χάσει. Τις νύχτες μας. Τις δικές μας νύχτες τις τόσο πιο μπροστά πληρωμένες. Θέλω να φωνάξω:
- Δε με νοιάζει τίποτα.
Το στομάχι μου που σφίγγεται σφίγγεται.

Αύριο θα πετάξω ψηλά και θα φύγω. Το αεροπλάνο θα τροχοδρομεί κι εγώ θα σε σκέφτομαι θα σε σκέφτομαι…
Δεν ξέρω για πόσο ακόμα. Και θέλω να φωνάξω να φωνάξω να φωνάξω. Να σπάσω κάτι να κλοτσήσω να πολεμήσω. Θα φύγω. Τα μάγουλα μου που δέχονται μια έξαψη. Σκέφτομαι:
- Είμαι άνθρωπος. Άνθρωπος!
Το μυαλό μου συσπειρώνεται και έπειτα τινάζεται και όλα σπάζουν. Τα χέρια μου είναι γεμάτα άμμο που τρέχει και που δε μπορώ να την κρατήσω. Σφίγγω τα χείλια με το δικό μου τρόπο και λέω:
- Είμαι άντρας! Άντρας.
Μεθαύριο θα ευχαριστήσω τους Θεούς γι’ αυτή τη νύχτα που έζησα. Και τότε το σφίξιμο στο στομάχι θα είναι χάδι.

Ήθελα να σ’ αγγίξω και σ’ άγγιξα ή τουλάχιστον προσπάθησα. Όλα γίνηκαν “ένα” σε κάποιες στιγμές. Ένα “ένα” που έτρεχε προς τη μία κατεύθυνση. Το μυαλό μου πονούσε. Ήρθαν στιγμές όπου το μόνο που θα ΄θελα θα ήταν να είμαι μάτια. Ένας ξένος μοιάζει να σ’ άκουγε. Κάτι καρφιά στο μυαλό μου μπήγονταν. Σε επίπεδα παράλληλα μουρμούριζα:
- Μα γιατί; Είναι φυσικό.
Οι λάθος εκτιμήσεις που έκανα. Κι όμως έχω τον πόνο του να χαίρομαι. Μια άγρια χαρά αφύσικη για όλες τις νύχτες που χάθηκαν. Μια χαρά που τείνει στην ηδονή ακόμα. Η ηδονή των νυχτών που χάσαμε.

Το πρόσωπό σου είναι παιδικό και δεν και δε με νοιάζει. Ποιος να γνωρίζει το πως και το τι όταν σε πέντε μήνες γυρίσω. Δε λυπάμαι για τίποτα. Σφίγγω τα μπράτσα τιθασεύω το νου επιβάλλομαι στο εαυτό μου. Η σκέψη ότι θα μετανιώσεις με τριγυρίζει. Μικρή μου night is the enemy κι ακόμα love is only sorrow. Πως αλλιώς; Οι κινήσεις που δε γίνηκαν. Και οι λάθος μου εκτιμήσεις που σωριάστηκαν. Πόσο είστε η Κ. και πόσο είμαι ο Νίκος. Και πόσο κατέχεται και την τέχνη και την τεχνική του να με απογοητεύεται.

Κι αν είμαι στρατιώτης στο όνομα των Θεών προσπάθησα να μη συμπεριφέρομαι σαν τέτοιος. Κι αν οι μέρες μου ήταν ελάχιστες ούτε για μια στιγμή δεν είπα:
- Θα της τηλεφωνήσω γιατί θα φύγω σε λίγο.
Και θα φύγω διψασμένος. Γεύτηκα όμως την ηδονή του να σπαταλάς ανοιχτόχερα τον καιρό. Να σπαταλάς τα λεπτά τα δευτερόλεπτα τις νύχτες. Όλα! Και να λες:
- Μεταθέτω τη χαρά και την ηδονή τη συσσωρεύω.
Αύριο θα θερίσω ότι έσπειρα. Δεν έσπειρες δε θα θερίσεις θα φύγεις μόνος. Μόνος με το μυαλό βαρύ περήφανος κι ατόφιος. Δεν κράτησες τα χέρια σου δεν είπες κανένα ψέμα δεν παρακάλεσες δεν υποκρίθηκες. “Δεν ξέρεις” κι έχεις το θάρρος να το λες.

Η καρδιά μου λυπάται που θα σ’ αφήσει. Και πρόσεξε μερικά τραγούδια σκοτώνουν. Night is the enemy. Τι θα κάνεις τις νύχτες που θα ΄ρθούν; Τι θα συλλογιέσαι; Τα δυο μικρά ζώα τα χέρια μας που γύρευαν ν’ ανέβουν το 'να πάνω στο άλλο. Η οικειότητα των χεριών μας που με ξάφνιασε. Το μυρμήγκιασμα του κορμιού. Η τάση του. Το σφιγμένο μου στομάχι. Το κρύο που αισθάνθηκα. Και πάντα οι λάθος εκτιμήσεις μου. Πόσο χαίρομαι που μπορώ να βγάλω τη γλώσσα στον εαυτό μου και να του φωνάξω:
- Λάθος! Εκτίμησες λάθος!
Πόσο δεν ξαφνίστηκα. Μονάχα που πόνεσα. Μονάχα που ήμουν άνθρωπος πολύ. Ήμουν γλυκός και θλιμμένος και ήθελα. Ήθελα.

Τι απ’ όλα αυτά θα έχει σημασία αύριο; Πως θα γυρίσω και τι θα κρατώ στα χέρια; Θα πετάξω ψηλά και θα φύγω. Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα κλείσω πίσω μου την πόρτα και θα ξαπλώσω στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Θα φύγω με σφιγμένο στομάχι με το μυαλό μου να καίγεται και τα χείλη αποφασιστικά τεντωμένα. Θα δαγκώσω τα χείλη και θα φύγω. Σαν πληγωμένος αρχαίος Θεός της εκδίκησης θα φύγω. Και όλα θα συνεχίσουν το δρόμο τους. Ξέχασέ με αν μπορείς. Θα είμαι για καιρό ότι πιο πολύτιμο έχασες. Θα είμαι το βαρύ αντίτιμο της παραμικρής σου ευτυχίας.

Μοιάζω γιατρός που καταγράφει τα κλινικά συμπτώματα της ασθένειάς του. Ήμουν άνθρωπος και ήθελα. Ήθελα. Δε μ’ ένοιαζε τίποτα γιατί όλα μ’ ένοιαζαν και με πονούσαν. Μονάχα να έλειπαν αυτές οι γροθιές στο στομάχι. Και μονάχα να μπορούσα να γράψω τέτοιες στιγμές τραγούδια ή τουλάχιστον στίχους. Να γράψω:
 
Η νύχτα κουλουριάζεται
Και σκάζει
Τα χέρια μου γιόμισαν
Αστέρια
Που δεν ξέρω
Ν’ αποθέσω
Στα μαλλιά σου

Μα πως θα τα καταφέρω να κοιμηθώ; Πόσο δύσκολες θα είναι αυτές οι πρώτες νύχτες μου; Δεν ξέρω να υποσχεθώ τίποτα. Δεν ξέρω να σου πω τίποτα. Σε ήθελα και άπλωσα να σ’ αγγίξω. Σε ήθελα και σ’ άφησα να βαδίσεις και να πράξεις. Σε ήθελα και μ’ άφησες να ξοδεύω το χρόνο ανόητα. Σε ήθελα και τίποτα άλλο. Πεισματικά φωνάζω:
- Ήθελα!
Κι ούτε:
- Σ’ αγαπώ!
Ούτε τίποτα άλλο.
Τραγουδώ:
- Ήθελα. Ήθελα.
Κι αν εκτίμησα λάθος, τις νύχτες τις άφησα να φύγουν σωστά εκτιμώντας. Αυτές οι καημένες οι νύχτες του Γενάρη. Να θυμάσαι:
- Δεκάξι με είκοσι εφτά του Γενάρη ήταν οι νύχτες που μπορούσαμε να ζήσουμε και δε ζήσαμε.

Αλλιωτεύω κι αντρειεύομαι. Τραγουδώ. Θα φύγω. Θα μπορώ να σ’ αντικρίσω και να χαράξω μια σκληρή στα χείλια μου γραμμή. Δε θα ΄χω να μετανιώσω για τίποτα. Και θυμήσου:
- Το σφίξιμο στο στομάχι θα έχει γίνει ένα χάδι.

Η μυθική σημασία που απόκτησε ο ύπνος για μένα. Η ευλογία που λέγεται ύπνος. Μα πως θα κοιμηθώ απόψε; Πόσο είσαι η Κ. που ξέρω! Δεν άλλαξες θαρρώ σε τίποτα. Τα μάτια μου σαν από νύστα κλείνουν μα δε με γελούν. Θα μακρύνω τη νύχτα θα αφήσω το στομάχι μου να είναι σφιγμένο και το μυαλό μου να φλέγεται. Θα φύγω. Θα φύγω. Θα φύγω.

26/01/81 [Επιστολή στην Κ.]

Υ.Γ.
1. Night is the enemy, από το τραγούδι I’ll Cry Tonight της Jannis Ian
2. Love is only sorrow, από το τραγούδι Love is Blind της Jannis Ian

Κυριακή 2 Απριλίου 2006

Τι Έχω [ΝΚ]

Έχω ένα μεγάλο, μαρμάρινο, τραπέζι. Ένα κόκκινο βαθύ ύφασμα βαρύ. Και ένα κλειδί. Στο δρόμο το τραπέζι. Το ύφασμα στρωμένο. Θα ανοίξω το θησαυροφυλάκιο της μνήμης. Θα αποθέσω το περιεχόμενο του. Ολόκληρες μνήμες. Μνήμες μισές. Ό,τι άρχισε. Ό,τι δεν τελείωσε. Ό,τι με πλήγωσε. Με πληγώνει ό,τι. Ό,τι ζήτησα. Ό,τι πόθησα. Ό,τι ξεστράτησε. Ό,τι πάλιωσε. Ό,τι με πόνεσε και πάει. Ό,τι με τυραννάει. Ό,τι θέλησα. Ό,τι άφησα. Ό,τι ονειρεύτηκα. Ό,τι έζησα. Και εικόνες. Το «Βοξ» και πάνω του τ’ άστρα. Στο Ζάππειο ένα παγκάκι. Ένα πρωινό στο Λυκαβηττό. Στην παραλία της Γλυφάδας μια εξομολόγηση. Μια απρόσμενη επίσκεψη το καταμεσήμερο. Ένα ραντεβού στην πλατεία Κάνιγγος. Μια βόλτα απογευματινή. Την λεωφόρο Πειραιώς, την επόμενη του σεισμού, κατηφορίζοντας. Ένα όμορφο κορίτσι, με ταγιέρ, και τον ήλιο να λάμπει. Στα δάχτυλα μου ένα χαλίκι βυσσινί. Μια χειραψία άσχετη για της επαφής τη χαρά. Μια κίνηση που πνίγηκε. Απλωμένα όλα. Τακτικά. Αταξινόμητα. Και θα προσμένω. Και “Δεν μπορεί”, στον εαυτό μου θα λέω. Θα την τραβήξει το “αίμα”. Τα βήματά της θα την φέρουν. Θα περάσει. Θα κοντοσταθεί. Θα σκιρτήσει. Θα καταδεχτεί. Θα εννοήσει. Ένα μαρμάρινο τραπέζι. Ένα ύφασμα αίμα. Μια άδεια μνήμη και μια ελπίδα. 

02/04/2006

Σάββατο 1 Απριλίου 2006

Λόχος Β΄ ΣΣ [ΝΚ]


Είναι Δεκέμβριος του 1981. Υπηρετώ την θητεία μου. Βρίσκομαι στην Βέροια, στο Β΄ Σώμα Στρατού. Είναι ημέρες γιορτών και όπως διαβάζω στο ημερολόγιο μου:

- Όπου, τώρα, αποδεικνύομαι τουλάχιστον ανόητος και από ένα τηλεφώνημα, που δεν έκανα, θα περάσω τα Χριστούγεννα στη Βέροια αντί στην Αθήνα. Το τηλεφώνημα θα έπρεπε να γίνει στον Λγο Σ. που βγάζει την υπηρεσία στον ΛΣ/Β΄ ΣΣ. Τώρα, θες τα τρεχάματα της γραμματείας, θες οτιδήποτε άλλο, δεν το έκανα. Βγήκε η υπηρεσία και βρέθηκα να έχω υπηρεσία στις 3 του μήνα όμως, 31/12 με 8/1/82 θα βρίσκομαι σε άδεια. Το αποτέλεσμα; Θα κάνω φρουραρχείο στις 25 του Δεκέμβρη για να μου κάνουν την υπηρεσία στις 3. 

Μένω, λοιπόν, στην πανέμορφη Βέροια ελαφρώς σκασμένος. Κάποια στιγμή βρίσκομαι στον θάλαμο του Λόχου Στρατηγείου. Εκεί στο κούφωμα ενός παραθύρου ανακαλύπτω χαραγμένο το:

Ο ΛΟΧΟΣ Β. ΣΣ
ΗΤΑΝ ΟΣΑΝ ΑΝΙΞΙΑΤΙΚΟ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΙΛΑΚΗ

Αυτό ήταν! Μου έφτιαξε τη μέρα!
01/04/2006