Παρασκευή 31 Μαρτίου 2006

Μη Αποκηρυγμένο [ΝΚ]


ΣΩΨΥΧΑ

Ξύπνησα ανήσυχος. Είχα σκεφτεί μήπως σε τρόμαξαν τα σώψυχά μου. Όρμησα στο τηλέφωνο. Σε κάλεσα. Απουσίαζες.
Στη βραδινή μας συνάντηση σε μετρούσα προσεκτικά. Έψαχνα. Γύρευα. Δεν φαινόταν να είχες προσέξει τίποτα. Σαν χωρίσαμε ανάσανα.
Και γυναίκα, στ' αληθινά, δεν γνώριζα εάν έπρεπε να κλάψω ή να γελάσω.

02.03.76

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2006

Εκείνη και Εκείνος [ΝΚ]

Το πρωί. Στο λεωφορείο. Από διαφορετική στάση. Σε διπλανά καθίσματα. Μικρά αγγίγματα οικειότητας. Εκείνη και εκείνος. Στα σαράντα και κάτι τους. Ζευγάρι. Ίσως “παράνομο”. Τελευταία, αρκετές φορές, από τη στάση του.
Σήμερα πλάτη με πλάτη, διαγωνίως. Μουτρωμένοι. Εκείνος με βλέμμα σκληρό. Εκείνη χαμένη στις σκέψεις της. Τσακωθήκανε τα παιδιά. Δε μου άρεσε η εικόνα τους.
Τους παρακολουθούσα. Πως εκείνος, ανεβαίνοντας, την αναζητούσε. Πως εκείνη τον άφηνε να περάσει στο μέσα κάθισμα. Τα κρυφά τους αγγίγματα.
Τους εύχομαι το καλύτερο!

29/03/2006

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2006

Λάκης για Πάντα [ΝΚ]


Εξαιρετικός καινούργιος δίσκος του κ. Λάκη Παπαδόπουλου [γνωστού και ως Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ] με τίτλο “Δεν Έχω Στιγμές”. Δεκατέσσερα καλοδουλεμένα άσματα μεταξύ των οποίων ένα άτιτλο και “κρυφό” και ένα οργανικό. Ο Λάκης έχει γράψει τη μουσική σε 12 από τα 14 τραγούδια και τους στίχους σε 6 [στα άλλα οι Ηλίας Κατσούλης, Βίκυ Γεροθόδωρου (2), Μάτα Μπάλτα] ενώ δύο κομμάτια είναι διασκευασμένα από τον ίδιο. Πρόκειται για τα “Τώρα που θα Χωρίσουμε” [Γιώργος Μαλλίδης, Κωνσταντίνος Μακρής] και “Για τις Γυναίκες Ζούμε ” [Νίκος Γούναρης – Κώστας Μάνεσης].
Αθροιστικά πρόκειται για έναν θαυμάσιο, φευγάτο, δίσκο με εξαιρετική μουσική/ενορχήστρωση [με ντραμς που ακούγονται, και συνήθως θαρρώ είναι, πραγματικά!], εμπνευσμένο στίχο και . . .ερμηνεία Λάκη! Δίσκος που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα και γλυκανάλατα νοοτροπίας λίγο απ’ όλα [για να κάνουμε “σουξέ”] ακούσματα.
Αν και είναι πραγματικά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς κάποια τραγούδια θα μπορούσα να εκφράσω μια ιδιαίτερη αδυναμία στα:
- Αυτό Είναι [Λάκης]
- Γάτα [Λάκης]
- Είναι Απλό σ’ Αγαπώ [Λάκης – Βίκυ Γεροθόδωρου]
- Δεν Έχω Στιγμές [Βιτρίνες] [Λάκης]
Ιδού και οι στίχοι από το τελευταίο:

Δεν Έχω Στιγμές [Βιτρίνες]

Δε μείναν πολλοί που αγαπάω πολύ
Μα μέσα σ’ αυτούς είσαι και συ
Δε μείναν πολλοί που ζητάω πολύ
Μα μέσα σ’ αυτούς είσαι πρώτη εσύ

Δεν έχω στιγμές για κανένα στιγμές
Να ξοδέψω έχω μόνο λίγες
Αλλά μπορεί μόνο εσύ αν το θες
Να ξεχαστώ μαζί σου στις βιτρίνες
Δεν έχω στιγμές για κανένα στιγμές

Περνούν τα χρόνια και λυπάμαι
Δεν έχω πολλά καλά να θυμάμαι
Γι’ αυτό μην αργείς έλα όταν κοιμάμαι
Στον παράδεισο μαζί να πάμε

Δεν είναι πολλοί που αγαπάω πολύ
Μα μέσα σ’ αυτούς μωρό μου είσαι εσύ
Δεν είναι πολλοί που ζητάω πολύ
Μα μέσα σ’ αυτούς είσαι πρώτη εσύ

Λάκης, λοιπόν, και θα με θυμηθείτε. . .

28/03/2006

Κυριακή 26 Μαρτίου 2006

Το Χαμόγελο Της. . .

Ανάμεσα στα χαρτιά μου, αποσπασμένο, ένα φύλλο παλιού περιοδικού. Αρχές της δεκαετίας του 70 ή κάπου εκεί. Ίσως από το “Φαντάζιο”. Κιτρινισμένο πια. Στην μια του όψη “Το Χαμόγελο της ήταν σαν την ίριδα”, αισθηματικό διήγημα της Πάολα Βίτι. Το διάβασα. Κομμάτι αφελές ίσως στους πονηρούς καιρούς μας μα με άγγιξε και πάλι. Άλλες εποχές, άλλα ήθη. Και τώρα; Ευρωφονιάδες , πολυάσχολοι, χρονοπένητες και μίζεροι.
Λοιπόν, το “σκανάρισα”, το συμμάζεψα, προσάρμοσα την ορθογραφία [ναι, αρκετές αλλαγές από τότε] και το παραθέτω:

ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΤΗΝ ΙΡΙΔΑ
[Αισθηματικό διήγημα της Πάολα Βίτι]

ΤΟ ΣΠΙΤΙ είχε και γκαράζ. Ήταν κάτι περισσότερο από εξοχικό σπιτάκι και κάτι λιγότερο από βίλα. Πάντως, το γκαράζ έδειχνε να είναι προνομιούχο από άποψη χώρου και πολυτέλειας σε σχέση με την υπόλοιπη κατασκευή. Ως και αυτόματη συσκευή με ηλεκτρικό μάτι είχε για να ανοίγει η μεγάλη, μονοκόμματη πόρτα του.
Τα αφεντικά του σπιτιού συνήθιζαν να παίζουν με τον μηχανισμό αυτόν, μια και δεν είχαν αγοράσει ακόμη αμάξι. Γιατί και αυτό το ήθελαν μεγάλο, ωραίο, άνετο και συζητούσαν ν' αποφασίσουν τι θα πάρουν. Τόσο ή Λία όσο και ό Αλμπέρτο ήθελαν το αυτοκίνητο για το κέφι τους. Δεν τούς ήταν απαραίτητο για άλλους λόγους. Και θα το έπαιρναν και με δόσεις μάλιστα. "Έτσι ονειρεύεται κανείς καλύτερα και για πολύν καιρό.
- Θα πηγαίνουμε περίπατο την Κυριακή, έλεγε ή Λία.
- Θα σε πηγαίνω και το Σάββατο εγώ, όταν δεν δουλεύω, αγάπη μου
- Θα πηγαίνουμε στη θάλασσα, και στους λόφους. . .
- Ναι . . . Και στο ποτάμι, θυμάσαι;
Η Λία θυμόταν. Τα μεγάλα βαριά βότσαλα με το κροτάλισμά τους, το μουρμούρισμα του νερού, τη μυρωδιά της μέντας, τη φωνή του Αλμπέρτο. Εκεί τον είχε γνωρίσει. Και τον αγάπησε αμέσως,
- Τι όμορφη πού είναι! είχε φωνάξει ό Αλμπέρτο μόλις την είδε...

Κι' ο θαυμασμός του ήταν τόσο βαθύς, πού είχε κάτι το σχεδόν θρησκευτικό.
Η Λία ήταν πράγματι πολύ όμορφη αλλά ή ίδια το συνειδητοποίησε μόνο εκείνη τη στιγμή. “Είναι το μόνο πού μπορώ να του προσφέρω”, είχε σκεφτεί. “Και ποιος ξέρει αν είναι αρκετό...”.
Για τον Αλμπέρτο ήταν αρκετό. Έτσι, λίγους μήνες αργότερα παντρεύτηκαν. Τον πρώτο καιρό έμειναν με τούς γονείς της Λίας, στο σπίτι τους. Εκεί είχαν αρχίσει να ονειρεύονται.
- Το δικό μας το σπίτι θα το χτίσουμε σε προάστιο, να ‘χει και κήπο...
- Τα δωμάτια θα τα βάψουμε όλα πολύχρωμα.
Η Λία αγαπούσε τα χρώματα. Ήθελε το κάθε τι να είναι γεμάτο χρώμα. Από μικρή ήταν έτσι.

Το σπίτι τους, όταν τελείωσε, το ονόμασε “Ουράνιο τόξο”. Και όταν με την εγκατάστασή τους εκεί έκλεισε αυτή ή περίοδος της αναμονής και των ονείρων τους, ο Αλμπέρτο γύριζε το βράδυ από τη δουλειά του στο σπίτι, έχοντας μαζί του πότε κάποιο περιοδικό, γι’ αυτοκίνητα, πότε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο. Τέλος, αποφάσισαν να αγοράσουν ένα “Ώστιν”.
- Σαν του Τζόρτζιο; Ρώτησε η Λία.
- Ναι, ακριβώς, σαν του Τζόρτζιο.
- Και τι χρώμα θα έχει το δικό μας;
- Έχει πολλά, μπλε, γκρι, μπεζ.
- Όχι, εγώ το θέλω κίτρινο έκανε ή Λία και το χαμόγελο της ήταν τόσο φωτεινό, τόσο λαμπερό, όσο και το χρώμα πού ήθελε. Αλήθεια για σκέψου, τι ωραίο θα είναι, κίτρινο!

Ο Αλμπέρτο είχε μείνει λίγοι σκεφτικός και δεν της απάντησε αμέσως. Κίτρινα έβαφαν κάτι αυτοκίνητα με ρεκλάμες ή ορισμένα βυτιοφόρα. . . Η Λία πετάχτηκε και είπε με φωνή γεμάτη φόβο:
- Δεν έχει κίτρινο Ώστιν;
Ή καρδιά του σφίχτηκε.
- Μα θα πρέπει να έχει, είπε. Και βέβαια θα έχει. Θα ρωτήσω να μάθω αγάπη μου, σήμερα κιόλας.

Πήγε και ρώτησε στην αντιπροσωπεία κρύβοντας την αμηχανία για την ερώτησή του πίσω από μια σοβαρότητα και μια φωνή σχεδόν αυστηρή. Ο αντιπρόσωπος τον κοίταξε παραξενεμένος.
- Όχι, δεν υπάρχει, έκανε. Αυτό το χρώμα δεν το βγάζουμε. Μπορείτε όμως να το βάψετε σεις αν θέλετε. Πάντως, όσο να ‘ναι αύτή η δουλειά, εκτός από τα έξοδα παρουσιάζει και άλλα μειονεκτήματα. Ξέρετε στην ουσία... θα είναι σαν να το καταστρέφετε το αυτοκίνητο... Με συγχωρείτε πού... μα γιατί το θέλετε κίτρινο; Ποιος σας το ζήτησε αυτό το χρώμα;
- Μου το ζήτησε ή γυναίκα μου.
- Η γυναίκα σας; Εγώ στη θέση σας... Τέλος πάντων, αυτά είναι γούστα, είπε ο αντιπρόσωπος και σταμάτησε το σχόλιο, ευχαριστημένος πού δεν ήταν στη θέση του Αλμπέρτο.

ΛΟΙΠΟΝ πότε θα το έχουμε; ρωτούσε κάθε τόσο η Λία.
- Σύντομα, σύντομα, θα δεις.
Τέλος, μετά μιάν εβδομάδα, τις είπε χαρούμενος:
- Εντάξει, το Σάββατο θα μας το φέρουν.
Θα τούς το παρέδιδαν στο σπίτι τους, κάποιος από την αντιπροσωπεία, γιατί ο Αλμπέρτο δεν είχε πάρει ακόμη το δίπλωμα του και δεν μπορούσε να οδηγήσει.

Το Σάββατο, από το πρωί άρχισε η αναμονή.
- Λες να το φέρουν τώρα νωρίς ή αργότερα;
- Πιστεύω το πρωί. Θα ήθελα πολύ να το φέρουν το πρωί.
- Κι εγώ, κι εγώ. Δεν θα το βάλουμε αμέσως στο γκαράζ, έτσι; Θα το αφήσουμε λίγο έξω στον κήπο όσο είναι μέρα, ε;
- Ναι αγάπη μου!
Και σε κάθε θόρυβο μηχανής πού ακουγόταν στο δρόμο, ο Αλμπέρτο έτρεχε στην πόρτα,
- Όχι, έλεγε γυρίζοντας, δεν ήρθε ακόμα.
Κατά το μεσημέρι ή “Ώστιν” έφτασε κι' εκείνος έτρεξε έξω. "Ένας κοντός ανθρωπάκος καθόταν στο τιμόνι.
- Ο κύριος Κονσίλι; τον ρώτησε.
- Ναι, ναι εγώ είμαι!
- Ωραία, έκανε ο υπάλληλος και κατέβηκε από το αμάξι. Ξέρετε χρειάζεται αρκετό θάρρος για...

Μα, έκοψε τη φράση του βλέποντας τον Αλμπέρτο που του έκανε νόημα να σωπάσει και του έδειχνε με τρόπο πίσω του.

Ο ανθρωπάκος γύρισε το κεφάλι του και είδε τη Λία πού είχε βγει και στεκόταν στο κατώφλι. “Θεέ μου, τι όμορφη που είναι!” σκέφτηκε. “Χαλάλι της. Όχι κίτρινο αλλά παρδαλό και λουλουδάτο θα το έβαφα εγώ... Μα τι έχει; Γιατί στέκεται, έτσι μ' αυτό το αβέβαιο ύφος εκεί στην πόρτα;”.

Ένοιωσε λίγο μπερδεμένος και είπε με δυνατή φωνή:
- Καλημέρα σας κυρία Κονσίλι.
- Καλημέρα, είπε ή Λία και φώναξε: Αλμπέρτο.
- Ναι, είπε αυτός κι' έτρεξε κοντά της και την πήρε από το χέρι.
- Εδώ είναι αγάπη μου, ήρθε. Και είναι κίτρινο, κατακίτρινο, λαμπερό σαν τον ήλιο.
- Η φωνή του ήταν ζεστή, γεμάτη χαρά και θρίαμβο. Το πρόσωπο της μεταμορφώθηκε αμέσως, έλαμψε...

Και τότε κατάλαβε και ο ανθρωπάκος την αλήθεια.

ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕ στη δουλειά του, στα γραφεία, ο αντιπρόσωπος τον ρώτησε:
- Λοιπόν, την είδες αύτη την παλαβή τη γυναίκα του;
- Ναι, την είδα... Και στην αρχή νόμισα πώς τις έκανε το χατίρι ο άντρας της γιατί είναι όμορφη.
- Είναι όμορφη;
- Πολύ. 'Αλλά δεν είναι γι' αυτό πού... Είναι κάτι χειρότερο, έκανε ο ανθρωπάκος βαριά. Ή πολύ καλύτερο, δεν ξέρω... Η γυναίκα του είναι ...τυφλή... κατάλαβες; Δεν βλέπει! Είναι ολότελα ...τυφλή!

Κι ενώ ξαναζούσε αυτήν την παράλογη πραγματικότητα, ενώ ξανάβλεπε εκείνο το κίτρινο χρώμα που αυτή δεν θα το έβλεπε ποτέ, ο μικρόσωμος υπάλληλος ένιωσε κάτι να φουσκώνει στο στήθος του. Ίσως ήταν συγκίνηση, τρυφερότητα, λύπη, αγανάκτηση.
- Παλιοζωή, μουρμούρισε. Παλιοζωή! Να πάρει και να σηκώσει...

Paola Vitti

25/03/2006

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2006

Όσοι [ΝΚ]


Όσοι θεωρούν ότι τα έχουν πει, ή γράψει, όλα να περάσουν έξω προσεκτικά, πίσω τους, κλείνοντας την πόρτα. Αρχίζω και το σκέφτομαι . . .

23/03/2006

Τρίτη 21 Μαρτίου 2006

Μια Φράση [ΝΚ]

Έχω μια φράση. Μια φράση γενική. Μια φράση ειδική. Την έχω ψάξει. Την έχω βρει. Την έχω φτιάξει. Μια φράση που έχω στείλει. Μια φράση που έχω πει. Μια φράση αγαπημένη. Μια φράση ζωηρή. Μια φράση τόσο δα μικρή. Πάει με όλα. Πάει σε όλα. Μια κλέφτρα φράση. Μια καλλονή. Μια φράση για λύπη και χαρά. Για τώρα και μετά. Μια φράση δίχως ρήμα. Μια φράση της ζωής. Κάνετε λιγάκι υπομονή και θα την γράψω. Για να την πιστεύετε. Για να χαμογελάτε. Για να ορθώνετε το κορμί και να πολεμάτε. Μια φράση έτσι. Μια φράση αλλιώς. Μια φράση για πίσω και για μπρος. Μια φράση για να πίνεις. Μια φράση για να τρως. Μια φράση άφαντη. Μια φράση φανερή. Μια φράση νεογέννητο γατί. Έχω μια φράση. Μια φράση που έχω βρει. Ας μείνει μεταξύ μας. Ας είναι για πολύ. Η φράση τούτη. Η φράση η μικρή.
- Τσιριπιτρίκ Πιφ!
Κι αν ζόρισε το πράγμα. Κι αν έγινε πολύ. Όλοι μαζί σκεφτείτε και πείτε ζωηροί:
- Τσιριπιτρίκ Πιφ!
Και ευθύς μετά:
- Τσιριπιτρίκ Παφ!
Την δίδυμή της αδελφή!

21/03/2006

Κυριακή 19 Μαρτίου 2006

Συγκέντρωση Νεολαίας Εν Έτη 1978 [ΝΚ]

Όταν κάποιος γράφει είναι αναπόφευκτο να ξεχωρίζει κάποια κείμενά του. Κείμενα τα οποία δεν είναι απαραίτητο να είναι και από τα καλύτερά του. Ένα τέτοιο ξεχωριστό, για εμένα κείμενο, επιθυμώ να μοιραστώ σήμερα, βραδάκι Κυριακής, μαζί σας. Ίσως δεν είναι από τα καλύτερα αλλά, τώρα πια, όταν το διαβάζω μου κλέβει χαμόγελα. Το κείμενο γράφτηκε στις 23 Ιανουαρίου του 1978. Ώρα της καλή της Κ. όπου και να είναι, ότι και να κάνει.

Μα τι έχω πάθει; Αυτή τη στιγμή, ακριβώς αυτή τη στιγμή, το μυαλό μου μοιάζει να μην δέχεται την παραμικρή αγάπη για την Κ.. Βέβαια την συνάντησα, το Σάββατο που πέρασε, και στον δρόμο της τα έψαλα και γίνηκα χάλια. Και, σαν συνήθως, με άκουγε σιωπηλή. Και. Και.
Και χωρίσαμε το 86 εκείνη το 172 εγώ παίρνοντας σαν που το θέλησε. Και μου τηλεφώνησε δυο ώρες μετά και πως με αγαπά μου είπε. Και δύο ώρες πάλι περίπου μετά το ίδιο πάλι. Και ο πατήρ της της ομίλησε και λιγουλάκι δίκαιον της το, μα τον Δία, παραχώρησε.. Και κάντε, της είπε, υπεμονή ότι η μήτηρ σας αυτά! Και μου λέγει η Κ.: “Θα με πάγει ο πατήρ μου με το όχημα της οικογένειας σε μια της Σοσιαλιστικής Πορείας συγκέντρωση νεολαίας (τσ... τσ)”.
Τώρα η Κ. από παλαιά μου είχε πει περί την συγκέντρωση το “Σάββατο στις 8” και της είπα “Ε! Πήγαινε!”. Και εγώ ήμουν αφελής και ΄κείνη θρασεία. Ότι εγώ νόμιζα στις 8 το πρωί (μια ζωή άσχετος περί την υψηλή λειτουργία της πολιτικής εν Ελλάδι - περί αυτού βλέπε κατωτέρω επίσης) και ΄κείνο, το άτιμο, εννοούσε στις 8 το βράδυ. Και πηγαίναμε που πηγαίναμε άριστα στην μεταξύ μας σχέση ήθελε να δώσει και χέρι βοηθείας στην πολιτική ζωήν του τόπου και να μου κλειστεί μα 5-10 μπουνταλάδες και ανόητες σε μια αίθουσα και παφ-πουφ τα σιγαρέτα και τούτοι οι αφιλότιμοι να συζητούν σοβαρά-σοβαρά περί “λαϊκές μάζες”, “μαζικότητα του κινήματος”, “Κυπριακό”, ίσως, και άλλα τέτοια πολλά.
Ήγουν, αυτή η υγιώς ερωτεμένη με ΄μένα κοπέλα ευγενικά-ευγενικά ζητούσε να μην το Σαββατοκύριακο συναντηθούμε. Διότι η καλή της η μαμά (να πούμε και ΄κάνα αστείο να σκάσει το χειλάκι σου ΄κάνα χαμόγελο απογονάκο μου...) θα της έλεγε “Κόρη μου, χθες επάξια ασχολήθηκες με τα προβλήματα του τόπου φροντίζοντας πάση δυνάμει (και βλακεία) για εν καλύτερο δημοκρατικό αύριο. Τώρα, κάτσε μέσα ν’ ασχοληθείς με ημάς τους γονείς σου και τα των μαθημάτων σου”. Κατόπιν των στρογγυλών τούτων λόγων, όπως μαντεύετε, μπουκάλα εγώ.
Τώρα θα μου πεις: “Ρε κερατά, πλεονέκτης είσαι! Δεν την είδες, μήπως, το προηγούμενο Σάββατο μαζί με τον Κ. και την προηγούμενη Πέμπτη με την Σ.;”. Ναι! Το ομολογώ! Θα πρέπει εγώ, ως τίμιος άνδρας, να ομολογήσω (και σε παρένθεση κρυφή και μυστική: σκατά!). Ναι! Πάμε παρακάτω. Όμως των ειδικών λόγω συνθηκών και επειδή θα οι γονείς της πήγαιναν να την πάρουν σκέφτομαι, βλακωδώς, και λέγω:
“Πήγαινε χρυσούλα μου να ξεσκάσεις και συ που όλη μέρα κάθεσαι μέσα και μόνο βλέπεις ΄μένα”.
(Θέλει και ο έρως τα διαλείμματά του γιατί το πάρα Κυρ-ελέησον το βαριέται κι ο Θεός...). Προηγουμένως, όμως, της εξηγώ μετά επιχειρημάτων και εικόνων τα περί του πιο πάνω “θράσους”.
Και κλείνουμε τα τηλέφωνα μας να πάει η καημένη η κοπέλα, που βέβαια έχει πρόβλημα σοβαρό με την μαμά της και δεν μπορεί να βγαίνει και δεν γίνεται να συναντιόμαστε και πρέπει για να συναντιόμαστε να είναι και τρεις φίλοι της αντάμα να μας κρατούν φανάρια, πάει τέλος πάντων ένα γλυκό Σαββατόβραδο καλή, και στολισμένη υποθέτω, σε μια σοβαρή ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΝΕΟΛΑΙΑΣ. Θεοί! Γιατί δεν καταργείτε την ερωτική πράξη να βάλετε στην θέση της “Συγκέντρωση Νεολαίας” να φκιάξει ο κόσμος;
Εγώ, σαν τίμιος ερωτεμένος, κάθομαι μέσα και πλαντάζω Σάββατο βράδυ και διαβάζω “Μεταφορά και Διανομή Ηλεκτρικής Ενέργειας” του κ. Παπαδιά. Άκουσον άκουσον. Και σκέφτομαι, βλάκας σαν κάθε ειλικρινά ερωτεμένος, να κάνω και περαιτέρω θυσίες, συνώνυμο του “Μαλακίες”, για το καλό της σχέσης μας και της ηρεμίας της οικογένειας Κ. (Αχ! Αυτή η μαμά σας...). Και να με έχει πει η Κ.: “Θα σε πάρω από την Αθήνα να δεις, τζογούλα μου, τι έρωτα αφράτο σε έχω ΄γω”. Αλλά δεν με παίρνει τηλέφωνο κι εγώ βάνω τις πυτζάμες μου και γιομάτος ηρωισμό και θάρρος και πράσινες ελπίδες βουτώ στο κρεβάτι μου σίγουρος για το κοινό αύριο. Και το πούστικο έρχεται και ξημερώνει.
Και με τηλεφωνεί η Κ., περί ώρα 9 το πουρνό, και η μαμά μου με ξυπνά. Πήγαν οι γοναίοι της στο Κ. και για τούτο με παίρνει και σε λίγο με λέγει (γεμάτη κοριτσίστικη χάρη και τρυφερότητα και νάζι):
- Ξέρετε; Χθες στην “Πορεία” είμαστε μονάχα 5-6 και πήγαμε σινεμά στον Σαρλώ στην “Όπερα” και μετά τηλεφώνησα και ήλθαν οι γονείς μου και με πήραν.
Αμέ! (αυτό δικό μου). Να κορίτσι, να μάλαμα. Τέτοια κοπέλα αν σ’ αγαπάει, με τέτοιο και τόσο τρόπο, τι τους θέλεις τους εχθρούς. Αλλά, ας μην ξεχνάμε την συνταγή:
Η μαμά της έχει σπασμένα νεύρα.
Δεν γίνεται να συναντιόμαστε χωρίς φόβο.
Ο μπαμπάς της της μίλησε και της είπε...
Πρέπει για λίγο καιρό (δεν μου είπε πόσο) να κάνουμε υπομονή.
Πρέπει...
Πρέπει...
Αλλά για φαρσοκωμωδίες πολιτικές συγκεντρώσεις χωρίς την επιτήρηση των γονιών της έχει και δυνατότητα και καιρό. Γιατί, βλέπεται, ο πατέρας της θα ρώταγε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού να μάθει τι έκανε η κόρη του όσο την άφησε στην Αθήνα. Συνδικαλιζόταν ή ήταν μαζί μου; Αφήνω που ο άνθρωπος, λογικά, θα έπρεπε να υποθέσει ότι η Κ. ήταν μαζί μου... Εκείνη όμως προτίμησε να σταθεί υπόδειγμα αρετής, ήθους και βλακείας...
Εννοείται ότι ξέσπασε μπόρα ότι γίνηκα “σκληρός”, “κυνικός”, “είρωνας”, “υπερβολικός” και όλα τα σχετικά. Γίνηκαν 5-6 τηλεφωνήματα χθες και τελικά ισορροπήσαμε και αγαπηθήκαμε. Και ξύπνησα σήμερα άκεφος και πικραμένος, τόσο πολύ πικραμένος.. . . Όλα είναι σαν να ράγισαν, σαν να σπάσανε. Είναι έξω από ΄μένα που μοιάζει να μην την αγαπώ αυτές τις στιγμές και δεν μπορώ να το συγκρατήσω. Είμαι πολύ πικραμένος. Κύριε βοήθει...

19/03/2006

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2006

Ηλεκτρονικά Ημερολόγια [ΝΚ]

Οι έτοιμοι τόποι όπου μπορείς να πλησιάσεις και να δεις. Μια βιτρίνα με έκθεμα τον εαυτό μας. Και οι άλλοι, οι “φίλοι”. Αυτοί που δεν έχουν τρία λεπτά καιρό να σταθούν μπροστά στη βιτρίνα, να διαβάσουν μια εγγραφή. Δεν προλαβαίνουν, λένε, πνίγονται. Μα για ποιους γράφουμε λοιπόν; Για τους περαστικούς μήπως; Σε ποιους, τέλος πάντων, “εξηγούμε” τον εαυτό μας; Γιατί δεν έρχονται; Γιατί δε μας γεμίζουν σχόλια, αναμνήσεις, αναφορές, γλυκά λόγια; Τόσο βιαστικοί πια; Τα γράφουμε, τα λέμε, τα στολίζουμε, τα εκθέτουμε. Προσμένουμε το φίλο να κοντοσταθεί, να αναθυμηθεί, να μοιραστούμε. Μπααά. Χαμένοι στο διάστημα, και αυτοί και εμείς. “Ουδέν ουδενί συμβαίνει, ο ουχί πέφυκε φέρειν” [Εις ουδένα συμβαίνει τι το οποίον να μη δύναται, ως εκ της φύσεως του, να υποφέρη. Μετάφραση: Felix De Giorgio, για την Μ.]. Αλλά πως βαστιέται τέτοιος “εξευτελισμός”; Να κραυγάζεις. Για σας γράφω. Για σας μοχθώ. Για σας είμαι. Κι αυτοί τίποτα. Στ’ ανοιχτά και να χάνονται. Μονάχα οι κορυφές από τ’ άσπρα πανιά τους στον ορίζοντα. Φευγάτοι. Απόμακροι. Διστακτικοί. Μίζεροι, στο κάτω-κάτω. Ούτε ένα μικρό επιφώνημα χαράς. Ούτε ένα γελάκι ευχαρίστησης. Ούτε ένα πατ-πατ στην πλατούλα. Έχουν άλλα αυτοί σοβαρότατα να ασχοληθούν. Έχουν δουλειά, καριέρα, υποχρεώσεις. Ούτε ένα πέρασμα λοιπόν. Ούτε ένα γεια. Και οι τόποι υπάρχουνε. Γεμίζουν. Ασφυκτιούν. Και έρχονται οι άγνωστοι και σου χαμογελούν και σου λένε γλυκά τίποτα. Γλυκαίνουν την ψυχή σου. Και οι άλλοι τίποτα. Τους το είπες. Τους το έγραψες. Τους το θύμισες. Δε βαριέσαι. Έχουν άλλα αυτοί. Έχουν τα δικά τους που τρώνε τα δικά σας [αν υπήρξαν ποτέ]. Έτσι πάει η ζωή μας. Με πνιγμένες φωνές, με μικρές ελπίδες, με αναπάντεχες επισκέψεις. Με e-mail που ταξιδεύουν και φτάνουν. Με e-mail που δεν γράφονται ποτέ. Με θέλω που έμειναν μισά και άλλα που θεριέψανε. Κι εμείς γράφουμε-προσπαθούμε-γράφουμε. Για τους φίλους μας. Γι’ αυτούς που ήταν. Γι’ αυτούς που είναι. Γι’ αυτούς που θα. Όσοι και όπως. Ξόβεργες στήνουμε να πιάσουμε πουλάκια. Γλυκόλαλα και άφαντα πουλάκια.

17/03/2006

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2006

Περί Ατοπημάτων [ΝΚ]


Ένα ατόπημα στην αρχή υποθηκεύει το μέλλον.
Ένα ατόπημα στο τέλος αμαυρώνει το παρελθόν.
Ένα ατόπημα στην απογείωση εκτρέπει την σχέση.

16/03/2006

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2006

Στη Μ.


Φθέγξομαι οις θέμις εστί· θύρας δ’ επίθεσθε βέβηλοι.


Ορφέας, D-K. B. 7.

0131. Τούτο το Μήνα [ΝΚ]

Δε λέω, καλά είναι τα τραγούδια των άλλων, τα ξενόγλωσσα. Καλά κι αγαπημένα. Χιλιάδες έχω από αυτά. Εκατοντάδες είναι αυτά που μου αρέσουν. Δεκάδες αυτά που με συγκινούν και με ταξιδεύουν. Από το “She Came In Through The Bathroom Window” των Beatles μέχρι το “La Nuit Est Sur La Ville” της Francoise Hardy ή το “Ma Che Freddo Fa” της Nada. Όλα καλά και άξια και αγαπημένα. 

Αλλά τα τραγούδια στην μητρική γλώσσα είναι άλλο πράγμα. Πάνε πιο κάτω. Αγγίζουν πιο βαθιά. Σε σηκώνουν ψηλά και σε ανασταίνουν. Δεν υπάρχουν, για την ψυχή μου, Βρετανοί Χαΐνηδες, δεν υπάρχει Γάλλος Ξυδάκης, δεν υπάρχει Ιταλός Χατζιδάκις.

Τα έχω καταφέρει και έχω αποκτήσει περισσότερα από όσα μπορώ να “καταναλώσω”. Περισσότερους δίσκους από όσους προλαβαίνω να ακούσω, περισσότερα βιβλία από όσα προλαβαίνω να διαβάσω, περισσότερες ταινίες από όσες προλαβαίνω να δω. Καταναλωτική μανία; Σημεία των καιρών; Κακομαθημένος, άπληστος δυτικός; Λίγο απ’ όλα και όλα μαζί. Έτσι, πάντως, αρχίζουν οι εκπτώσεις και χάνει κανείς “πράγματα” στον ήχο, το κείμενο ή την εικόνα.

Το άλμπουμ “Ρίζα της Φωτιάς” του Βασίλη Σκουλά το είχα αποκτήσει από τον Αύγουστο του 2005 και το είχα ακούσει εντελώς επιφανειακά. Το “ανακάλυψα” πριν λίγες μέρες και γοητεύτηκα. Καθαρή μελωδική γραμμή, σοβαροί στίχοι, καλή ερμηνεία. Ξεχώρισα το τραγούδι “Τούτο το Μήνα”. Μου αρέσει η κρητική λύρα που κυριαρχεί, η μελωδία του, οι στίχοι, η ερμηνεία του Σκουλά με την ιδιαίτερη κρητική προφορά. Μου αρέσει που ακούγονται οι δακτυλισμοί του λυράρη, τα γυρίσματα, οι λέξεις που χρησιμοποιεί, το ύφος του τραγουδιού εν όλω.

Λοιπόν:

ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΜΗΝΑ

Τούτο το μήνα τον αποπάνω
Τον αποπάνω τον παραπάνω
Αητός εβγήκε να κυνηγήσει
Να κυνηγήσει και να γυρίσει
Δεν κυνηγούσε λαγούς κι ελάφια
Μόνο εκυνήγα δυο μαύρα μάτια

Μαύρα μου μάτια κι αγαπημένα
Και πως περνάτε χωρίς εμένα
Μαύρα μου μάτια κόκκινα χείλη
Έβγα μικρή μου στο παραθύρι
Να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι
Να δεις το νέο που θα σε πάρει

Γαϊτάνι πλέκω και δεν αδειάζω
Δε μου βολεί να κουβεντιάζω
Πανάθεμά το και το γαϊτάνι
Κι απού το πλέκει κι απού το βάνει
Πανάθεμά το και το γαϊτάνι
Κι απού το πλέκει κι απού το βάνει


Γαϊτάνι: (το) ουσ. μεταξωτό κορδόνι για τη διακόσμηση φορεμάτων


15/03/2006

Τρίτη 14 Μαρτίου 2006

Ένα Τραγούδι Ακόμα [ΝΚ]

Εδώ και μέρες κολλημένο στο μυαλό μου το “She Came In Through The Bathroom Window” των Beatles. Κολλημένο σαν μελωδία και σαν ρυθμός. Από τα αγαπημένα μου του Abbey Road κόλλησε και δε λέει να ξεκολλήσει. Τα γυρίσματά του, τα φωνητικά του. Όλα. Να ξυπνάς και να ξετυλίγεται στο [και από το] μυαλό σου. Θολωμένος ακόμα κοιτάζω το παράθυρο του μπάνιου. Κλειστό. Πως στο καλό;” αναρωτιέμαι. Κι όμως. Από κάπου μπήκε. Για να δούμε πως θα τελειώσει και ποιο, βεβαίως, θα είναι το επόμενο.

She Came In Through The Bathroom Window

She came in through the bathroom window
Protected by a silver spoon
But now she sucks her thumb and wanders
By the banks of her own lagoon

Didn't anybody tell her?
Didn't anybody see?
Sunday's on the phone to Monday,
Tuesday's on the phone to me

She said she'd always been a dancer
She worked at 15 clubs a day
And though she thought I knew the answer
Well I knew what I could not say.

And so I quit the police department
And got myself a steady job
And though she tried her best to help me
She could steal but she could not rob

Didn't anybody tell her?
Didn't anybody see?
Sunday's on the phone to Monday,
Tuesday's on the phone to me
Oh yeah.

14/03/2006

Κυριακή 12 Μαρτίου 2006

Καρλόβασι και Πάλι [ΝΚ]


31 Μάη 81 à 649 ΤΕ (1ος Λόχος)

Προσπαθώ να ξεκινήσω ένα γράμμα. Αποτυγχάνω. Σήμερα μεσημεράκι δυο φωτογραφίες σου. Με βασανίζουν. [Πονοκέφαλος. Τα μάτια πονούν. Κάψουλες από χθες]

Γνωρίζω σε τι χώρους κινείσαι. Τι μαντεύεις για τους εδώ δικούς μου; Δεν έχω ανθρώπους να συνεννοηθώ. Απέναντί τους εκτιμώ τον εαυτό μου υπερβολικά. Δε θέλω. Διαβάζω πολύ. Κοιτάζω τις γραμμές των βουνών. Τις ρυτίδες της θάλασσας. Είμαι.

Σε πενήντα μέρες Αθήνα. Έχω φίλους. Η ζωή μου απ’ την αρχή. Θα προσπαθήσω.
Θέλω να σου τηλεφωνώ. Το αφήνω. Με οργίζει η σκέψη ότι θα γίνω αποδεκτός. Μετά;
Τηλεφώνημα. Αποτυχία. Δε ξαφνίστηκα. Λυπήθηκα.
- Και γιατί να στεναχωριέμαι;
Έχω το “χρόνο” που δεν έχει. Θα της γράψω. Θα τηλεφωνήσω. Το πρόβλημα ο χώρος. Η συνύπαρξη.

Προχώρησα:
- Και τι έχω κάνει γι’ αυτήν; Τι έχω δώσει;
Τίποτα. Οκτώ χρόνια τώρα. Μια πηγή έμπνευσης. Στον πνευματικό μου Γολγοθά ένα αστέρι. Ποιήματα, εικόνες, ατέλειωτοι μονόλογοι, πλάτεμα της νόησης. Όρια που μετατοπίζονται. Αυτογνωσία. Σκέψεις. Σκέψεις. Σκέψεις. Πάντοτε παρούσα.

Προερωτευμένος. Αόριστα. Δεν ήξερα να ζητήσω. Δε σκέφτηκα να διεκδικήσω. Δύναμη στις φλέβες που αρκούσε. Μάθαινα. Βυθιζόμουνα. Πονούσα. Ο ποιητής διαλέγει να χάνει. Στάθηκες η αφορμή. Και η αιτία;

Έφτιαξα μια εικόνα. Δεν τη ξεπέρασα. Στον “Απότσο” ράγισε. Είδα τον άνθρωπο. Γοητεύτηκα.
(Ιδρώνω. Ρίγη. Ίσως πυρετός.)
Φωτογραφία. Αυτό το δέρμα του προσώπου. “Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονά.”

Δεν είχα να ζητήσω. Ήταν απάνθρωπο. Και τώρα. Δεν ξέρω. Δε μ’ ενδιαφέρει. Φτάνει που υπάρχουμε. Ζυμωμένη με τη σκέψη μου. Ένα κομματάκι του εαυτού μου.

Δε διάλεξα. Σε συνάντησα.

Θα ξαναγυρίσω

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2006

Κείμενο [ΝΚ]

Καταπιάνομαι να γράψω δυο-τρεις φράσεις. Δε γνωρίζω πως γίνηκε και μετά το βραδινό τηλεφώνημά σου η καρδιά μου βάρυνε. Σαν κάτι να χάλασε στην αρμονία του κόσμου. Άκουσα πάλι τη φωνή σου να σκληραίνει και τέλος να σπάζει. Δε μιλώ για να σε τρομάζω, δε γράφω για να σε τρομάζω. Πάλι και πάλι αισθάνομαι την ανάγκη να ζητώ τη συμπάθεια σου γι’ αυτό που είμαι και για τον τρόπο που παρουσιάζομαι να είμαι. Πάλι και πάλι αρχή και τέλος. Γράφω μονάχα για να σκορπίσω το χρόνο που περνά μέσα μου, να τον απαλύνω. Γράφω κάνοντας μια προσπάθεια όμοια μ’ αυτή που συμβούλεψες την Ξένη. Θυμάσαι;
Τώρα ζητώ πάλι τη συμπάθεια σου που αυτή η γραφή θα φτάσει στα χέρια σου. Κάθε ζωή έχει μια υπέροχη μοναδικότητα κι εμείς πρέπει να την ανακαλύψουμε με κάθε κόπο και κάθε μόχθο που από μέσα μας μπορούμε να προσφέρουμε. Κάθε κομματάκι ζωής με τη μοναδικότητα των δυνατοτήτων και την αρμονία του, κάθε κομματάκι με τη δικαιοσύνη του. Σου έχω μιλήσει για το πόσο είμαι ανυπόμονος. Φορές που αισθάνομαι μια εξακοντισμένη βούληση μια εξακοντισμένη ανάγκη. Έτσι και τώρα. Και δε γνωρίζω προς τα που. Αισθάνομαι μονάχα ότι είμαι εξακοντισμένος, ότι κάπου τείνω. Καιρό τώρα βλέπω τη ζωή τη γύρω μου σαν μια σκηνή τεράστιου θεάτρου. Μ’ όλη μου τη προσοχή παρακολουθώ το έργο που παίζεται και που εγώ ο ίδιος παίζω.
Προσπαθώ να εκτιμήσω τις αποστάσεις ανάμεσα στις καρδιές, ανάμεσα στα σώματα των ανθρώπων. Προσπαθώ να μαντέψω το αντίκρισμα των λόγων και των κινήσεων τους. Προσπαθώ κι όσο περισσότερο τόσο θαρρώ πως αστοχώ. Όπως είναι αδύνατο να εκτιμήσουμε την πραγματική απόσταση των άστρων όμοια είναι αδύνατο να υπολογίσουμε αυτά που σου μιλώ.
Οι ψυχές μας βγάζουν κάτι χεράκια ροζ να κρατηθούν. Κλαίνε και κανείς δε φαίνεται να τις προσέχει. Η χαμένη τελειότητα πάλι και πάλι φαίνεται να περνά στο βάθος ανίκανη πια να μας κάνει ν’ ανακαλέσουμε τους χαμένους παράδεισους στη μνήμη μας. Όμως τα πάντα τη δικαιοσύνη τους. Και η ζωή μας. Η δική σου και η δική μου. Αυτές που πάμε να τις καταστήσουμε παράλληλες σε μία ύστατη προσπάθεια να τις ταυτίσουμε. Το παραμικρότερο κάθε τι που ζητά την αγάπη μας, τη συμπόνια μας, την κατανόησή μας, τέλος. Κι εμείς βιαστικοί και αδιάφοροι που προσπερνάμε φεύγοντας. Οι ζωές οι άλλες που μας ξεφεύγουν. Αυτές που ανασαίνουν γύρω μας χωρίς ποτέ να στυλώσουμε πάνω τους ένα μάτι αγρύπνιας. Γιατί όχι; Οι ζωές των γονιών και των αδελφών μας. Πόσο πλησιάζετε μια ζωή, πόσο ταυτίζεται μ’ ένα κομμάτι λόγου, μ’ ένα πίνακα ζωγραφικής, μ’ ένα άγαλμα;
Ανάγκη πάλι να ζητώ την καλή σου προαίρεση για τις βραδινές μου τούτες γραφές. Γι’ αυτή την πνευματική μου κατάσταση που αποκαλύπτεται. Για το αβέβαιο, τέλος, που μέσα μου σαλεύει. Ο ποιητής που έγραψε:
- Κάθε ζωή ρωτά. Κάθε ζωή ρωτιέται.
Δεν προσπαθώ να περάσω τη δική μου προβληματική μέσα στη δική σου. Μονάχα να μιλήσω θέλω. Αυτή η βασική ανθρώπινη ανάγκη που μέσα μου βρίσκεται τόσο θεριεμένη. Μήτε, για τ’ όνομα των Θεών, θέλω να σε τρομάζω. Μονάχα να σου αχνοφωτίζω κάτι δρόμους που πέρασα και περνώ.
Το κείμενο αυτό απέχει από το να είναι ένα γράμμα μα πλησιάζει να είναι κάτι σαν “Άσκηση Γραφής” ή “Πέρασμα” μια και ανάγκη να το βαφτίσω. Καληνύχτα. Συμπάθεια.

27 Φλεβάρη 1977

ΔενμουΑ [ΝΚ]



Δεν μου αρέσουν:

  1. Οι ασυγκίνητοι
  2. Αυτοί που έχουν την ομορφιά κάτω από την μύτη τους και στρέφουν αλλού το βλέμμα
  3. Αυτοί που δεν αναγνωρίζουν
  4. Αυτοί που αναγνωρίζουν αλλά δεν ενθαρρύνουν/επικροτούν
  5. Αυτοί που σιωπούν
  6. Αυτοί που δεν μπορούν να συντηρήσουν έναν ρυθμό σε μια σχέση
  7. Αυτοί που θέλουν αλλά δεν
  8. Αυτοί που τα γνωρίζουν όλα
  9. Αυτοί που δεν γνωρίζουν τίποτα
  10. Αυτοί που δεν θυμούνται τίποτα
  11. Αυτοί που τα θυμούνται όλα
  12. Αυτοί που είναι σήμερα έτσι και αύριο αλλιώς
Μα πάνω απ’ όλα και κυρίως, λοιπόν, δεν μου αρέσουν οι ασυγκίνητοι!

09/03/2006

Τρίτη 7 Μαρτίου 2006

Εν ΔΑΥΕ [ΝΚ]

Είναι μερικά πράγματα που έχεις κάνει και τα οποία, σε χρόνο ανύποπτο, επιστρέφουν. Απρίλιος του 2000, λοιπόν, και η ηχογράφηση μιας κασέτας ξεκινά. Δεν είναι μια απλή κασέτα. Είναι μια κασέτα με δυο γονείς [σαν τα παιδιά!].

Ένα τραγούδι εγώ. Ένα τραγούδι η απέναντι. Μια κασέτα νι. Μια κασέτα περισπωμένη. Σπίτι μου – γραφείο – σπίτι της. Σπίτι της – γραφείο – σπίτι μου. Μια κασέτα που ταξιδεύει, διανυκτερεύει, γράφεται. Τραγούδι το τραγούδι γεμίζει και αποκτά προσωπικότητα. Το θέμα ελεύθερο. Τραγούδια ελληνικά, ξένα, αργά, γρήγορα, λαϊκά, ροκ, ελαφρά, μπαλάντες. Ότι μπορείς να φανταστείς.

Ταξιδεύει. Διανυκτερεύει. Γράφεται. Παίρνει δυο μήνες. Ολοκληρώνεται. Αντιγράφεται. Αποδίδεται στους δημιουργούς της. Έχει ένα σωρό τεχνικά προβλήματα. Διαφορές στη στάθμη ηχογράφησης, διαφορές στην ποιότητα του ήχου. Θόρυβο. Ποιος νοιάζεται;

Ένα παιχνίδι του μυαλού και της καρδιάς. Να γράψεις τραγούδια που αγαπάς. Τραγούδια που ταιριάζουν στο κλίμα. Τραγούδια που απαντούν στα προηγούμενα. Σαν παιδάκι να περιμένεις την απάντηση. Να ψάξεις, να διαλέξεις, να πειραματιστείς, να ηχογραφήσεις.

Έμεινε η κασέτα. Έμεινε να θυμίζει μια εποχή. Την άκουσα αυτές τις μέρες και μου άρεσε. Ανακάλυψα πράγματα που μου είχαν ξεφύγει. Αναθυμήθηκα. Νοστάλγησα. Ήταν μια καλή προσπάθεια προσέγγισης. Μια προσπάθεια γνωριμίας. Οι σχέσεις φθίνουν. Τα πράγματα μένουν.

Μια κασέτα νι, λοιπόν, μια κασέτα περισπωμένη. . .

07/03/2006

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2006

Ενύπνια [ΝΚ]

Ζουν! Τα ενύπνια ζουν! Στην ψυχή, στην σάρκα, στις αισθήσεις μας. Στο μυαλό μας ζουν τα ενύπνια. Μας παραμονεύουν. Μας αναστατώνουν. Μας πληγώνουν. Δεν μπορούμε, τελικά, να ξεχάσουμε τίποτα. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τίποτα. Είναι όλα εκεί. Ζωντανά, πραγματικά, απαιτητικά. Υπάρχουν και το δείχνουν. Είναι δικά μας. Είναι παιδιά μας. Είναι γεννήματά μας. Σάρκα από την ψυχή μας. Το γλυκό της ζωής μας αλάτι.

Έτσι:

Είδα, μίλησα
Δεν άγγιξα
Δεν θέλω
Ν’ αντικρίσω
Κανέναν
Δεν θέλω
Να μιλήσω
Σε κανέναν
Δεν θέλω
Ν’ αγγίξω
Κανέναν
Απόψε
Στο ενύπνιο
Μ’ όλους
Της ψυχής
Τους πόρους
Ανοιχτούς. . .


12/05/94

Σάββατο 4 Μαρτίου 2006

Ίσως και να Είναι Έτσι

Ο Εραστής

Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας λησμονημένης, τώρα πλέον, πόλεως, της οποίας και είτανε, άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός.

Εγγονόπουλος Nίκος


04/03/2006

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2006

18.628 (=51*365+13) [ΝΚ]

ΑΛΛΟΗΧΟΣ

 
Ο χρόνος περνούσε κάποτε
Απ' τα χείλη του
Και χάνονταν
Τον φυλάκιζε για λίγο
Κι ύστερα τον σφεντόνιζε
Η μεγάλη του ευχαρίστηση
Να αρθρώνει τη σκέψη του
Μένοντας πάντοτε
Αναλλοίωτα αδιαίρετος
Κρατούσε μια
Θανάσιμη σοβαρότητα
Ήταν βασανισμένος από
Την μνήμη μιας
Χαμένης τελειότητας
Ανεξάρτητη της νόησης
Δυναστευμένος από τους
Τόπους της απουσίας του
Είχε τη συνήθεια των
Μοναχικών ανθρώπων
Ρωτούσε κι αποκρίνονταν
Μόνος στον εαυτό του
 
Ήταν βαφτισμένος
Και τ' όνομά του
Αλλόηχος
                                              

11.12.76

22.02.77
23.02.77

02/03/2006