Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2006

Παλιό μα Επίκαιρο [ΝΚ]

ΑΝ

Αν ήταν
Να ‘μαστε μαζί
Και τούτο
Το χειμώνα
Θα έλιωνα
Με το φιλί
Το χιόνι
Απ’ τα μαλλιά σου

16/01/1978

Τέτοιες Μέρες [ΝΚ]

Το έχω παρατηρήσει. Όποτε η μέρα είναι ιδιαίτερη, είτε λόγω καιρού είτε λόγω ημερολογίου, σκέφτομαι πρόσωπα συγκεκριμένα. Υπάρχει, δηλαδή, μια ομάδα 5-6 ατόμων από την οποία, ανάλογα με την περίσταση, γίνεται μια “φυσική επιλογή”.

Είναι, ας πούμε, η μέρα ηλιόλουστη; Σκέφτομαι την Φ. Είναι παραμονή εθνικής επετείου;! Σκέφτομαι την Ν. Είναι μια μέρα σαν την σημερινή; Σκέφτομαι την Μ. Και κάπως έτσι πάει. Μερικές φορές το “σκέφτομαι” γίνεται τηλεφώνημα, άλλες γίνεται βαλάντωμα και άλλες “τι είναι η ζωή, τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι ο παφλασμός των κυμάτων;”.

Φταίει που με τα μέλη της πιο πάνω ομάδας έχουν κοπεί ή έχουν λασπώσει ή έχουν χαθεί οι δρόμοι επικοινωνίας. Φταίει που είμαι ποντισμένος στο παρελθόν μου [και άρα στο παρόν που αναγκαστικά παρελθοντοποιείται], φταίει που συντηρώ το επιμέρους σαν όλον, φταίει που μου έχουν μείνει απορίες για συμπεριφορές και καταστάσεις. Φταίει που έχω την αίσθηση ότι οι απέναντι ανταποκρίνονται πλημμελώς στα όποια, λόγω ή έργω, αιτήματα μου.

Έτσι! Είναι κάτι τέτοιες μέρες που η σκέψη μου πάει και βρίσκει και αγκαλιάζει. Και υπάρχουν ένα σωρό ανόητα “αν”, ψεύτικα “ίσως” και μάταια “μακάρι” που δεν θα εξαργυρωθούν ποτέ και σε καμία Τράπεζα. Γιατί ο κόσμος [το “στολίδι”] είναι έτσι όπως είναι και ο καθένας έχει τα δικά του και, όπως είπε η Μαφάλντα [Quino]:

- Το επείγον δεν αφήνει χρόνο για το αναγκαίο

Και τρέχουμε λαχανιασμένοι πίσω από μια καθημερινότητα που δεν μας ταιριάζει και που ποτέ δεν θα μάθουμε αν μας αξίζει ή αν για άλλα, μεγάλα, ήμασταν πλασμένοι.

Είναι κάτι μέρες σαν αυτή, με κρύο και χιόνι, που θέλω να αρπάξω το τηλέφωνο, να γράψω επιστολές, να στείλω e-mail, να πω και να κάνω. Και δεν κάνω τίποτα. Μονάχα κάθομαι εδώ και γράφω αυτά που διαβάζετε. Λοιπόν, ακόμα μια μποτίλια στο πέλαγος [των ανθρώπων, των βίων, των καταστάσεων] που θα ταξιδέψει και, πιθανότατα, δεν θα φτάσει.
Αν, όμως, φτάσει; Η γνωστή ιστορία:

Ό,τι φεύγει, φτάνει;
Ό,τι φτάνει, δένει;
Ό,τι δένει, δίνει;
Ό,τι δίνει, κάνει;
Ό,τι κάνει, πρέπει;
Ό,τι πρέπει, είναι;

Εδώ, πλέον, σας θέλω!

24/01/2006

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2006

Γενικώς [ΝΚ]

Συλλογίστηκες, ω αφελέστατε!, ότι αυτό που για ΄σένα αποτελεί ευτύχημα για τον απέναντι μπορεί να είναι, έως και, ενόχληση;

22/01/2006

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2006

Οι Αθάνατοι [αείποτε: 3]

Πίσω και γύρω από τους αθανάτους των ερήμων και των περιβολιών, τα θνητά φυτά και οι άνθρωποι ζουν και υπάρχουν. Ο ουρανός είναι απύθμενος και η θάλασσα πανδέγμων. Οι άνθρωποι και τα φυτά ζουν την ζωήν των. Εκ πρώτης όψεως, τα πάντα φαίνονται αλλοπρόσαλλα, όμως μια πιο προσεκτική θεώρησις του συνόλου καταδεικνύει στα έκθαμβα μάτια των παρατηρητών ότι παντού υπάρχει μία καταπληκτική συνέπεια, μία δομή, μία αρχιτεκτονική – όχι όμως της επιστήμης, ή του ορθολογισμού, όπως εις τας λιθοδομάς, ή τα άλλα κτίσματα, μα που αποτελεί την κατά ποικίλα διαστήματα προσωρινήν όψιν μιας αείποτε εκτυλισσομένης εντελεχείας, μιας αείποτε πολλαπλασιαζομένης διαρθρώσεως και επικοινωνίας, ενός αείποτε τελουμένου μυστηρίου, που άλλοι το ονομάζουν Κόσμον, άλλοι Χάος, ή Αρμονίαν και άλλοι Θεού σοφίαν.

Μέσα εις αυτήν την απέραντον μεγαλοσύνην και τα μικρά και τα παραμικρά έχουν την πλήρη σημασίαν των και την ανυπολόγιστον βαρύτητά των. Και εντός της αδιαλείπτου παρουσίας του αναμφισβητήτου αυτού συνόλου των μικρών και τεραστίων, των ορατών και αοράτων, των λογικών και των αλόγων, οπίσω και γύρω από τους αθανάτους, που φύονται εις τους κρημνούς και ζουν τόσον εις τας ερήμους όσον και εις τας πόλεις, τα θνητά φυτά, τα ζώα και ημείς οι άνθρωποι, όλοι μαζί, εντός και πέραν του ατομικού, παρά τον θάνατον, εις αιώνα τον άπαντα υπάρχοντες ακμάζομεν.

Γλυφάδα, 7.7.1960

[Πηγή: http://www.embiricos2001.gr/anthOktana3.htm]

20/01/2006

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2006

ΝΜ [ΝΚ]


Όμορφη ιστορία το Διαδίκτυο. Με λίγη τύχη, λίγη γνώση και αρκετή υπομονή μπορεί κανείς να βρει ένα σωρό κείμενα, εικόνες και ήχους που τον ενδιαφέρουν. Αρκεί να γνωρίζει τι ζητάει και πώς να το ζητάει. Όλα, λέμε τώρα, μπορεί κανείς να τα βρει στο Διαδίκτυο. Ακόμα και παλιές, αδικαιολόγητα εξαφανισμένες, αγάπες να εικονίζονται διαφημίζοντας τσόκαρα Scholl για επαρχιακά φαρμακεία. Αν, λοιπόν, σας λείπει μια εικόνα για να συμπληρώσετε, ή να ολοκληρώσετε, ένα καμβά αναζητείστε την στο Διαδίκτυο. Ίσως και να σταθείτε τυχεροί [πως σας το εύχομαι!]. Τέλος πάντων, μέρα που είναι, χαλάλι της. Α! Και Χρόνια της Πολλά!

18/01/2006

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2006

Βασιλιάς της Ισπανίας [ΝΚ]

020481 649 ΤΕ 1ος Λόχος

Χθες ήμουν
Βασιλιάς της Ισπανίας
Σήμερα δεν υπάρχει
Μήτε ένα πυργί
Που να είναι πια δικό μου

Αλλεπάλληλες γραμμές των βουνών. Τέσσερις ή πέντε η μια κάτω από την άλλη. Το Καρλόβασι απλωμένο και ακίνητο. Οι τρούλοι των εκκλησιών είναι μπλε. Η θάλασσα ματ γαλάζιο. Το θάμπωμα του σούρουπου κάθεται στις πλάτες των βουνών. Άνθρωποι που βαδίζουν. Φωνές παιδιών που παίζουν. Στα χέρια μου ένα ποτήρι. Πίσω και δεξιά μου μια κοπέλα σ’ ένα μπαλκόνι. Σκυμμένη σ’ ένα κέντημα ή ένα βιβλίο.

Πράσινο και καφέ. Οι κεραμιδοσκεπές της πόλης φυτεμένες μέσα στα δέντρα. Με μια ματιά μαζεύω όσες κατακόρυφες γραμμές μπορώ. Συλλογίζομαι, ευχαριστημένος, ότι είναι σωστό να είναι κατακόρυφα τα σπίτια μας. Ο ήλιος λικνίζεται πάνω από το λιμάνι. Νιώθω το ποτό στη διαδρομή του από το λαρύγγι ως το στομάχι. Τι ζητώ;
Η Νίκη που μου χαμογελά απροκάλυπτα. Ναι! Είναι όμορφες οι κεραμιδοσκεπές, είναι όμορφη η πόλη κι όμορφο πολύ το σούρουπο. Πέρα, προς τα παλιά γραφικά βυρσοδεψία μια βάρκα ταξιδεύει. Την κοιτώ και ξεχνιέμαι. Η πλώρη βυθίζεται και σηκώνεται. Γράμματα που γράφονται και σκίζονται. Βαδίζω. Ξεμουδιάζω. Στέκομαι. Φέρνω κύκλο τη ματιά. Τα νέα κτίσματα της πόλης μοιάζουν με σφραγισμένα δόντια. Ο Φόκνερ είχε δίκιο “η άνοιξη μοιάζει με κοπέλα που έχασε τη ζώνη της”.

Πάνω στο Καρλόβασι μια καταχνιά. Μια εξάχνωση. Στα σίγουρα πρέπει να φωτογραφίσω αυτές τις αλλεπάλληλες 5 ή 6 γραμμές των βουνών. Όλα όσα βλέπω υπήρχαν προτού τα δω και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ακόμα και όταν φύγω. Πονάω. Γίνομαι ένας ξένος και χάνομαι. Θυμάμαι που μάντεψα πίσω από μια κοινή πράσινη πόρτα τη βούληση του ανθρώπου. Στοχάστηκα τον άνθρωπο. Τη μοίρα του. Αυτή η μαλακή ανθρώπινη σάρκα.
Είμαι όλα τα πετραδάκια που πατώ. Είμαι ο ήλιος, το σύννεφο και το πουλί. Είμαι ποντισμένος στον καιρό. Μια πίεση κάθεται ηδονικά στη κοιλιά μου. Ένα γλυκό σφίξιμο στο στομάχι. Είμαι πρόθυμος να συγκατανεύσω. Είμαι έτοιμος να αντικρίσω το θαύμα δίχως να ξαφνιστώ. Είμαι έτοιμος για το παράλογο του θάνατου. Όλα είναι σωστά βαλμένα στη θέση τους. Όλα θα γίνουν καθώς πρέπει. Θέλω να ενδώσω. Το ποτήρι στα χέρια μου είναι ένα αδιάφορο ψυχρό αντικείμενο. Το αφήνω σ’ ένα τραπέζι. Ακουμπώ τα χέρια στο κιγκλίδωμα. Καρφώνω τη ματιά σ’ όσο ήλιο απόμεινε κι αρχίζω να δακρύζω.

Ξίφος φωτός τεντώνεται
Καρφώνεται
Λυγίζεται και σπάζει

Γνωρίζω πως ζει και κινείται. Έχω δει τα πρόσωπα που συναντά στα λεωφορεία. Ξέρω πως είναι να ταξιδεύεις με τρόλεϊ και έχω σταματήσει μπροστά στις βιτρίνες που σταματά. Γνωρίζω πως βαδίζει. Πως σταυρώνει τα πόδια. Έχω δει το δωμάτιό της. Την καρέκλα, το κρεβάτι, το γραφείο της. Έχω δει στο πρόσωπό της το χαμόγελο. Έχω δει τις γραμμές του προσώπου της να σκληραίνουν. Έχω ακούσει τη φωνή της χαρούμενη είτε λυπημένη. Την έχω αγγίξει μερικές φορές. Τ’ ορκίζομαι την έχω συναντήσει.

Έχω ζήσει νύχτες, έχω πιει κρασί, έχω αφεθεί. Ω! Νύχτα με μονάχα ένα φωτάκι! Η μουσική είναι ένα θηρίο που τρώει τις σάρκες. Ένας ακούραστος τοξότης είναι η μουσική. Κάθε μορφή τέχνης μπορεί να μας βασανίζει τόσο περισσότερο όσο καλύτερα τη γνωρίζουμε.

Νύχτες με σκυμμένο κεφάλι και τη μουσική να χτυπάει στους τοίχους. Συναντήσεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Βυθίσεις σε περιοχές απάτητες. Μια ασκημένη καρδιά. Μια ασκημένη σκέψη που προδίδει. Ένα σωρό αποφάσεις σπασμένες, ριγμένες καταγής. Μαγεία των νυχτερινών περιπάτων στους έρημους δρόμους με τις μυρωδιές των κήπων, τις ανάσες των ανθρώπων, το ξετύλιγμα της σκέψης. Μαγεία των μοναχικών περιπάτων, των μοναχικών στιγμών αδυσώπητης βύθισης ως τον πυρήνα του εαυτού.


Ποιος είναι ο σκοπός της διάψευσης; Ποιες είναι οι διαστάσεις της ελπίδας; Ποιος ευτύχησε ποτέ; Η νύχτα γινόταν ένας αντίπαλος και έπρεπε να παλέψω μαζί της. Αγκαλιασμένοι κυλιόμασταν χάμω. Ήξερα να χτυπώ, ήξερα να παλεύω. Η μουσική στριφογύριζε στους τοίχους και με κύκλωνε. Η σκέψη με μεθούσε. Πάλευα. Άλλοτε ήρεμα άλλοτε μανιασμένα. Πάντοτε δίχως ελπίδα.

Ξεφύλλιζα τα χαρτιά μου και πονούσα. Έφευγα περίλυπος, πικραμένος. Ο ύπνος μου ήταν βαρύς. Που και που ερχόταν στα όνειρά μου. Ξυπνούσα και ήμουν σκεφτικός, γεμάτος απορίες. Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα. Οι κινήσεις μου ήταν βαριές, αδέξιες, συγκρατημένες. Χρειαζόμουν ένα άγγιγμα για ν’ αρχίσω να ζω. Κάποτε πίστεψα πως μου δόθηκε. Είχα κάνει λάθος. Προσπάθησα. Πίκρα των αδιάφορων συναναστροφών. Χώρος καταστραμμένος από τους λάθος ανθρώπους. Χρόνος καταστραμμένος από τους λάθος ανθρώπους. Βλοσυρό βλέμμα. Περιττές κινήσεις. Λόγια που χάνονταν. Στιγμές που δεν εγκυμονούσαν τίποτα. Γινόμουν εσωστρεφής και για τούτο ευάλωτος.

Γύρισα και κοίταξα. Ήμουν μόνος στο πέτρινο αλώνι με τον ήλιο να καρφώνει κατακόρυφα αμέτρητα δόρατα που σκοτώνουν. Βίωση της απόγνωσης. Ηδονή της σίγουρης πτώσης. Χτυπιέμαι. Φιλιώνω. Χτυπιέμαι. Ματώνω. Ελπίζω. Ματώνω. Τεντώνω το στήθος. Ισιώνω το κορμί. Πατώ γερά. Αντρειεύομαι.

Αφήνομαι. Δεν υποχωρώ. Αφήνομαι. Αφήνομαι. Αφήνομαι. Μα πότε την έχασα; Δύο ή τρεις μήνες γαλήνης και κατόπιν το σύνθημα. Μια συνάντηση ή ένα τηλεφώνημα. Κάποτε τίποτε από όλα αυτά. Μια κίνηση. Ένα όνειρο. Ένας μοναχικός άνθρωπος αφημένος στο πάει του. Ένα τραγούδι. Ένα σημειωμένο χαρτί. Η κουβέντα ενός φίλου. Μια απορία ανόητη. Το οποιοδήποτε πρόσχημα. Λειτουργία σε παράλληλα επίπεδα με την απόστασή τους να μειώνεται επικίνδυνα κάποτε. Φοβόμουν μη γείρουν και το ΄να με τ’ άλλο συντριβούν.

Νύχτες μ’ ένα φωτάκι και τη μουσική να χτυπιέται στους τοίχους. Συναντήσεις φτιαγμένες από την πολύ σκέψη. Συναντήσεις φυσική συνέπεια της σκέψεις. Τύχη στρεβλωμένη από τη βούληση. Βούληση εστιασμένη στο γεγονός. Γεγονός που περνούσε και χάνονταν. Γεγονός που επέστρεφε δίχως να μπορώ να το κρατήσω. Να το παρατείνω.

Γαλήνη δεμένη με αγωνία. Πίκρα κεντημένη πάνω στην αβεβαιότητα. Μαγεμένα πικρά δυσβάσταχτα απογεύματα. Ατέλειωτες νύχτες μ’ ένα καρφί στην καρδιά και το μυαλό μου. Πάντοτε μιλώντας λιγότερα απ’ όσα ήθελα.

Πάντοτε μιλώντας λιγότερα απ’ όσα ήξερα. Μαθημένος να διαψεύδομαι. Μαθημένος να διαψεύδω.

ΤΙΠΟΤΑ

Πολύ αργόν το βράδυ εσβούσε
και τίποτα ΄ταν το φεγγάρι
κι ό,τι ΄ταν λύπη δε λυπούσε
και τίποτα δεν είχε χάρη.

Μον’ ήταν βράδυ, τίποτ’ άλλο
με δίχως τίποτα στη έγνοια
κι αυτό το τίποτα ν’ μεγάλο
στα τίποτα τα τιποτένια.

Κι έλεα μέσα μου: τι τάχα
τι τάχα νάταν που μ’ ελύπει,
αφού ΄γω τίποτα για νάχα
δεν ένιωθα (χαρά, είτε λύπη).

Παρά έτσι, τίποτα σκεφτόντας
κι άλλο ήρθε τίποτα απ’ αγάλι:
πως τίποτα δεν μούπες - όντας
στρέψαντας - μ’είδες - το κεφάλι…

(Γ. Σκαρίμπας)

Επιστολή στη Φ. (Απομαγνητοφωνημένη από την κασέτα “Τήρησον ουν σ’ εαυτόν… “).

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2006

Τα Που Έλεγα [ΝΚ]



Αυτά ακριβώς που έγραφα χθες. Μπήκα σήμερα στο “Metropolis” της Πανεπιστημίου για μια σύντομη “ενημέρωση” και έπεσα πάνω στον καινούργιο δίσκο των Χαίνηδων. Δίχως δεύτερη σκέψη:
Άδραξα, πλήρωσα, έφυγα

Διπλό CD, λοιπόν, με τίτλο “Ο Γητευτής και το Δρακοδόντι” στο οποίο συμμετέχουν:

Κωστής Αβυσσινός
Παντελής Θαλασσινός
Σωκράτης Μάλαμας
Γιάννης Χαρούλης
Χαονία
και ο Ψαραντώνης

Ακούω τώρα το πρώτο CD και μοιάζει καλό. Ο γνωστός των Χαίνηδων ήχος που κολακεύει το μέρος της ψυχής που δεν είναι ανόητο. Το αγαπώ αυτό το συγκρότημα και αρκετά τραγούδια τους μου έχουν δώσει πολλά και με έχουν ταξιδέψει. Παρασκευοσαββατοκύριακο με Χαίνηδες λοιπόν!

13/01/2006

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2006

Ημερολόγια [ΝΚ]

Ασχολήθηκα αυτές τις ημέρες με τα Ημερολόγια μου. Έχω ήδη αρχίσει την μεταφορά τους σε ηλεκτρονική μορφή [MS Word] αλλά αυτή την φορά πέρασα “την ταυτότητα” των εγγραφών στο Excel [δηλαδή, ημερομηνία, αύξοντα αριθμό, τετράδιο, σελίδα τετραδίου]. Έχουμε, λοιπόν, και λέμε:

33 Έτη ή 11.778 Ημέρες [μεταξύ των Εγγραφών]
14 Τετράδια
1.100 Εγγραφές

και ακόμα:

Πρώτη Εγγραφή: 2/10/1973
Τελευταία Εγγραφή: 31/12/2005
Περισσότερες Εγγραφές: 95 [1979]
Λιγότερες Εγγραφές: 9 [2005]
Μέγιστο Χρονικό Διάστημα Μεταξύ δύο Εγγραφών: 93 Ημέρες
Περισσότερες Εγγραφές: Δεκέμβριο [108] και Κυριακή [194]
Λιγότερες Εγγραφές: Σεπτέμβριο [77] και Παρασκευή [130]
Μικρότερη Εγγραφή: Μία λέξη [χειροποίητη!]
Μεγαλύτερη Εγγραφή: [Περίπου] Έντεκα Σελίδες Τετραδίου

Είναι και αυτό [το συνεπώς να καταγράφεις τα όσα θεωρείς σημαντικά, ενδιαφέροντα ή και απλώς χαριτωμένα] μια μέθοδος για να κρατήσεις μια σπιθίτσα αναμένη. Τώρα για ποιους και γιατί είναι μια μεγάλη, και ίσως πονεμένη, ιστορία. Παραμένει το γεγονός, ωστόσο, ότι σε εμένα αυτόν η ανάγνωσή τους δίνει ένα χάδι στο στομάχι και μία πνευματική ευχαρίστηση. Τριάντα τρία συναπτά έτη είναι αυτά. Δεν είναι παίξε, γέλασε. Τέλος πάντων. Σας ζάλισα φοβούμαι και θα σκεφτόσαστε:
- Ωρ’ τ’ είν’ τούτος!
Τίποτα το ιδιαίτερο. Μονάχα κομματάκι αλλόηχος [κι αν βρείτε την λέξη σε λεξικό ειδοποιήστε με να αποσύρω την ληξιαρχική της πράξη γέννησης!].

Άϊντε! Πολύ το βασάνισα απόψε και Καλή σας Νύχτα με Τρυφερά Ενύπνια περί Ερώτων Ακριβών και [ευτυχώς] Ανεκπλήρωτων!

12/01/2006

Έξι Ό,τι Ζητούν Αποδέκτη [ΝΚ]

Ό,τι φεύγει, φτάνει;
Ό,τι φτάνει, δένει;
Ό,τι δένει, δίνει;
Ό,τι δίνει, κάνει;
Ό,τι κάνει, πρέπει;
Ό,τι πρέπει, είναι;

Εδώ σε θέλω!

12/01/2006

Διακοπές [ΝΚ]

Κάθε φορά που έχω ημέρες διακοπών μπροστά μου η ίδια ιστορία. Οι “Μεγάλες Προσδοκίες”. Να βάλλω “Τάξη στο Χάος”. Δηλαδή, να τακτοποιήσω, επιτέλους, τα υπάρχοντά μου. Τα όσα συσσωρεύω. Να επιλέξω, να ταξινομήσω και να τοποθετήσω όπου πρέπει, ή να αποθηκεύσω, CD, DVD, βιβλία, περιοδικά, στατικά μοντέλα, “χαρτιά”, φωτογραφίες και συναρμολογούμενα.

Τα καταφέρνω πάντα και μαζεύω ένα σωρό από δαύτα. Και φυσικά ούτε που προλαβαίνω να ακούσω, να δω, να διαβάσω ή να ασχοληθώ με το κάθε ένα από αυτά. Αρκούμαι στην σιγουριά της κίνησης του “απλώνω και το παίρνω” όταν, και εφ’ όσον, το θελήσω. Δεν λέω ότι είναι το καλύτερο το να συσσωρεύεις αντικείμενα και πραγματικά προσπαθώ να αυτοσυγκρατούμαι αλλά να, δυσκολεύομαι.

Υπάρχουν μουσικά άλμπουμ, βιβλία, και ταινίες που, μερικές φορές, τα ψάχνω χρόνια. Έ, όταν βρεθούν στην πλώρη μου [και όχι τυχαία, να εξηγούμαστε] βγάζω το πορτοφόλι μου και . . . φεύγω με σακούλα. Αναγνωρίζω την γενναιότητα του να μπορείς να απαλλαγείς από μερικά από αυτά. Δύσκολο, ωστόσο. Όπως λέει και ο κ. Βαλερί:

- Εδώ και είκοσι χρόνια δεν έχω πια βιβλία. Έκαψα και τα χαρτιά μου. Διαγράφω πράγματα ζωντανά. . . Συγκρατώ εκείνο που θέλω. Αλλά η δυσκολία δεν είναι εδώ. Είναι να συγκρατήσω εκείνο που θα θελήσω αύριο!. . Γύρεψα ένα κόσκινο μηχανικό. . .

“Η Βραδιά με τον κ. Τεστ” [Η μετάφραση του Γ. Σεφέρη και … η υπογράμμιση δική μου].

Έγινε, λοιπόν, και πάλι το αναμενόμενο. Οι διακοπές μου, των εορτών, τερματίζονται σήμερα [αύριο, πρώτα ο Θεός, στο Γραφείο] και ουδέν επί του θέματος έπραξα. Να είμαστε καλά. Στις επόμενες διακοπές, ίσως!

12/01/2006

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2006

Ενύπνιο ΔΚικό [ΝΚ]

Καλά που υπάρχουν τα έρημα τα ενύπνια [τα έγχρωμα πάντα!] και βοηθάνε να ξεφύγουμε από την, όποια, καθημερινότητά μας. Εκεί. Στην περιοχή της Ομόνοιας. Η αφετηρία των λεωφορείων. Καμιά ανάγκη για Μετρό. Την είδα να βαδίζει. Ήταν εκείνη. Επιβιβάστηκα. Κάπου σε ένα κάθισμα πίσω μου. Έκανα ότι δεν την είδα. Έκανε, ίσως, ότι δεν με είδε. Κύριο χαρακτηριστικό η υφή των μαλλιών της. Ένας συνεπιβάτης, ο διπλανός μου, που έψαχνε εναγωνίως εισιτήριο. Κατέβηκε και έψαχνε τα περίπτερα. Το μποτιλιάρισμα στην Βουλιαγμένης βοηθούσε να μην χάσει το λεωφορείο.

Λοξά κοίταξα πίσω. Πάντα στην θέση της. Πάντα η υφή των μαλλιών της. “Θα πηγαίνει στην αδελφή της”, σκέφτηκα. Η ανατροπή. Σηκώθηκε από το κάθισμά της και ήλθε δίπλα μου. Σχεδόν έδιωξε αυτόν που, στο μεταξύ, είχε καθίσει δίπλα μου. Κάθισε. Αισθάνθηκα χαρούμενος. Μιλήσαμε. Κατεβήκαμε, επί της Βουλιαγμένης, στο ύψος της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονα. Τα υπόλοιπα, δυστυχώς, δεν τα θυμάμαι. Έτσι!


10/01/2006